ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
Λίγα βιογραφικά
Ή καταγωγή του ήταν από στο Σχολάρι της Θράκης. Ήταν θεοσεβούμενος και είχε αγοράσει από ένα μετόχι την εικόνα των Αγίων Αναργύρων και την έφερε στην εκκλησία του χωρίου. Ή μητέρα του ήταν κι αυτή Θρακιώτισσα από το Νηχώρι, κοντά στην Ραιδεστό, γέννησε 6 παιδιά. Όπως αφηγείται ό ίδιος, «Από μικρός πέρασα μαρτύρια. Ήμουν έως 2 χρονών, αβράκωτος, με φουστανάκι τότες μας είχαν, και πήγα κι έπεσα πάνω στην πυροστιά. Τότες, νέ φάρμακα... νέ τίποτα... Με πρακτικά να με γιατρέψουν! Επειδή είμασταν 5 ορφανά, εμένα το τελευταίο μ' έδωκαν για υιοθεσία σ' ένα διπλανό χωριό. Ήμουν δίδυμος μ' έναν αδελφό μου πού γεννήθηκε πολύ ζωηρός, μπαμπάτσικο μωρό λέγανε, ενώ εγώ ήμουν σα ψοφίμι, ζαλίμι με έλεγαν! Εκείνο το βύζαιναν, εμένα μ' είχαν παραπετάξει, μα ό πατέρας με λυπόταν και μου 'δινε λίγο λαδάκι με ζάχαρη. Περιφρονημένος ήμουν από μικρός. Και πεθαίνει εκείνο το κατάγερο και μνήσκω εγώ! Γι' αυτό να λέμε πόσος ντουνιάς πέρασε άπ' αυτήν την γης, τι 'ναι τα χρόνια, σα μια μέρα, σαν ένα κύμα... Να λέμε ήμαρτον, συχώρεσε μας Κύριε, χορτάρια είμαστε. Μ' έδωκε ή μάνα μου ένα κομμάτι πίτα, είχε το ταψί μπροστά εκείνη την ώρα, και έγινε ή υιοθεσία! Δυόμισι χρονών να 'μουνα τότε πού με έδωκαν ορφανό σε ξένα χέρια...
Αυτή όμως ή γυναίκα του ήταν σα τσαγκάδα (προβατίνα πού όταν γεννά δεν παίρνει κοντά τα αρνάκια της). Με χτύπαγε αλύπητα, για σκοτωμό. Από το ξύλο, μια μέρα βάφτηκαν τα σανίδια της παράγκας όλο αίμα. Ύστερα από λίγο έφτασε αυτός. -τι 'ναι; -Μ' έδειρε ή μάνα! Τότε κι αυτός άρχισε να δέρνει αυτήν. Ώσπου με τα πολλά κάτι γειτόνοι ειδοποίησαν τη μάνα μου, θα σκοτώσει αυτή το παιδί, τρέχα! Κι ήρθε και μ' αρπάζει αβράκωτον, κρυφά, άπ' την αυλή. Την άλλη μέρα ήρθε αυτός για να με ξαναπάρει μα οί δικοί μου μ' έκρυψαν.
Τότε ή ζωή ήταν απλή. Παλιά ό κόσμος μ' ένα παραμύθι το βράδυ κοιμόταν πολύ ευχαριστημένος. Τώρα δε παρηγορείται με τίποτα. Τότε ζούσαμε σαν αγριάνθρωποι, μες στους κινδύνους. Κάποτε ξέχασαν το ποντικοφάρμακο μες στην πινακωτή, παραλίγο να μας ξολόθρευε. Και τι τρώγαμε... κατσαμάκι (καλαμποκίσιο αλεύρι), σαμόλαδο με ζάχαρη, σα χαλβάς ήταν. Μικρό μ' έστελναν με τα γουρούνια στο βάλτο, μες στα μπαντάκια ( = λάσπη). Εκεί έπινα θολό νερό βροχής και κάποτε πού δεν είχα ποτήρι, έβαζα το παπούτσι μου μέσα στις λακκούβες και έπινα... Πάσχα μόνο είχε κρέας, μετά άμα σφάζαμε κάνα γουρούνι, είχε λίγδα, τσιγαρίδα, καβουρμά, κι αυτά λιγοστά. Κάποτε τρώγαμε και χέλια από τη λίμνη. Τα φρούτα μας ήταν τα γκόρτσια (άγρια απίδια), τίποτα βατόμουρα, σταφύλια... Μες στις βατσινιές σαν αλεπούδες μεγαλώναμε... Ξυπόλητα μες στα μπαντάκια. Μια μέρα, καμιά 15αριά χρονών θα 'μουνα, βάλαμε τα γουρούνια μες στη λίμνη και μένα, μ' έπιασε ύπνος, κόβω ένα κομμάτι καλάμι, το βάζω όρθιο για να φυλαχτώ άπ' τον ήλιο και πέφτω και ξαπλώνω με το κεφάλι μου πάνω στο χέρι' όταν σηκώθηκα είχε πρηστεί και μαύρισε το χέρι, πόναγα, τρόμαξαν να το γιάνουν....
|