|
ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ
ΘΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΩΒ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ., (1929-2004)
ΈΚΔΟΣΗΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005
Παιδική ηλικία
Τότε σα τσομπάνης 130 πρόβατα είχα... Ό τσομπάνης δεν κοιμάται, σαν τον
Χριστό αγρυπνά. Όταν θελήσουν για να φύγουν τα πρόβατα, βάζουν το κουδούνι
τους κοντά στο λαιμό και δεν ακούγονται και ξεμακραίνουν... Τα βάζει έτσι
ό σατανάς για να τα φάει ό λύκος. Άμα σκαρίσουν, πάνε προς τα πάνω.
Ένα
βράδυ κοιμόμουν κι αυτά έφυγαν. Δίνω μια σκουντιά στον γέρο δίπλα μου και
τραβώ κατά πάνω τροχάδην. Άμα ό λύκος αρπάξει την προβατίνα, την αρπάζει
άπ' το λαιμό, την βαρά με την ουρά και φεύγουν....
Όταν έγινα 16 χρονών σκέφτηκα ποιόν δρόμο να πάρω της αρετής ή της κακίας;
Γονάτισα κάτω, θυμήθηκα τι μας έλεγε ό δάσκαλος. Κι από τότε, αυτή ή
κατάσταση δεν μ' αφήνει.
Εγώ είχα μεράκι στα πρόβατα και στην προσευχή. Με πιάνει μία συγκίνηση και
θρηνώ και οδύρομαι για το πιστεύω. Γιατί το πιστεύω είναι ένα σχοινί πού
μας κρατά και προσπαθεί να μας το κόψη ό πειρασμός.
Από 4 χρονών σαλάγιζα τη στρούγκα. Είδα πολλά: είμαστε μουρντάρικο μελέτι,
στην Αλβανία σφάζαν μοσχάρια....
Πήγαινα στα γουρούνια, από 6-7 χρονών, κρύο, χειμώνας, έτρεμα απ' την
παγωνιά, τι να κάνω; πήρα μια σφεντόνα, έριξα σ' ένα πουλάκι, έτσι πού
ήταν παγωμένο, το 'ριξα κάτω. Όταν ήμασταν μικρά, τρώγαμε όλοι, δίχως
πιάτα, μέσα απ' το ταψί, κατσαμάκι δίπλα απ' τη φωτιά. Από μικρός όλο με
γέρους ήθελα να μιλώ, ότι άκουγα το κέρδιζα μέσα μου....
Δεν γνώριζα τι θα πει κούραση. Έμπαινα σε ρεματιές, φορτωνόμουν ξύλα και
τα ανέβαζα με την πλάτη. Ό βοσκός σα βραχεί το πρωί, το βράδυ θα
στεγνώσουν τα ρούχα πάνω του.
Μικρό παιδί, άφοβος ήμουν. Μια σκύλα με δάγκασε βαθιά, μου 'βγάλε κομμάτι.
Το τύλιξαν με μια πατσαβούρα. Να το σημάδι....
Θα 'μουνα καμιά 6-7 χρονών, όταν συλλογιόμουν κι έλεγα μόνος μου, πώς θα
χαθούμε; πώς θα σβήσουμε; Αυτό πού πιστεύω, με σκέπαζε... Φτωχός ήμουνα
και έκαμνα όλες τις δουλειές, γεωργία, ζώα και λοιπά...
Μετά απ' τη δουλειά, όταν θέριζα, δεν έτρωγα. Όταν αρρώστησε κάποτε ή
γυναίκα μου και χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο, έπαιρνα τα παιδιά, τα
πήγαινα σε μια αποθήκη πού δούλευα και τ' άφηνα εκεί στα ντουβάρια και εγώ
στοίβαζα χαμάλης 120 οκάδες στην πλάτη....
Μικρός κοιμήθηκα πάνω σε φίδι. Όταν φυτρώνουν τα καλαμπόκια πάνε οί κάργες
και τρώνε το σπόρο και εκείνο ξεραίνεται. Ε... κοιμόμουν και 'γώ και ήταν
μισοπαραχωμένη μια οχιά στο χώμα' κοιμόμουν πάνω. Ή οχιά δε χαρίζει. Έναν
χωριανό μας, ήταν στο κάρο πάνω κι από κάτω του δίνουν ένα δεμάτι, να σου
ένα φίδι, τον τσίμπησε, μέχρι να τον φέρουν έλιωσε. Μην πατήσεις λοιπόν
φίδι, το 'χει για προσβολή, γιατί έχει εγωισμό. Σαρντίζεται πάνω σου...
Έμαθα για τα ζώα πολλά. Ό λύκος άμα είναι γλυκαμένος, αν έχη φάει
ανθρώπινο κρέας, θα ορμήξη... Παραφυλάει πότε το μουλάρι θα το πιάσει
ύπνος να ορμήξη.
Ό πισινός του μουλαριού, σα βυζούνι πετιέται, άπ' εκεί το αρπάζει... Ενώ
το άλογο άμα το ορμήξουν, φυσάει, φεύγει. Κάποτε πού ήμουν τσοπανάκος,
καμιά 9 χρονών, βλέπω ένα τσακάλι να ορμά πάνω στο μουλάρι, να το κρατά,
να το σκάση. Ό άνθρωπος είναι το πιο θηρίο, γιατί λέει, κατακυριεύσατε τη
γη, έτσι είπε ό Θεός. Το γελάδι δε φοβάται τίποτα. Γι' αυτό ό θάνατος
είναι μια μύγα, νταβάνι. Άμα το τσιμπήσει κι άμα το τρυπήσει, σηκώνει την
ουρά και τρελαίνεται. Ή αλεπού πάλι μαγνητίζει τίς κότες. Οί κάργες κάνουν
βόλτες κι αρπάζουν σπουργίτια.
Δεν φοβόμασταν τίποτα μικροί, ότι και ν' ανταμώναμε. Μέχρι πού απολύθηκα
κι ακόμα δυο χρόνια ήμουνα τσοπάνος, μετά καπνά, κι υστέρα πήγα με
μαστόρους.
Σχολείο πήγα τρεις τάξεις, και κείνο, μια τάξη δεν πήγα γιατί ήμουν πολύ
άρρωστος, έβηχα, έξι μήνες άρρωστος. Ό δάσκαλος μας ήταν πολύ αυστηρός,
μας έδερνε. Όμως μετά, όταν γέρασε, μας μάζευε κάτω άπ' το πλατάνι κι
έλεγε ιστορίες. Μια μέρα μας είπε την ιστορία του Δαβίδ, πού ήταν
τσοπανάκος, και πώς έγινε βασιλιάς κι ή στολή του είχε όλα τα χρώματα της
γης. Πολλές ιστορίες μας έλεγε από την Βίβλο. Μας είπε κάποτε και για τον
αδελφό του πού έπαθε μελαγχολία και πώς του είπανε να λέει το Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησόν με....
Δε φοβόμουν... Καμιά δέκα χρονών θα 'μουν, με στέλνουν μεσάνυχτα να πάω
ψωμί στη λίμνη πού 'χαν τα γουρούνια. Μόλις ξεφούρνισε το ψωμί, φορτώνω
στο γαϊδούρι τα γκιούμια με το νερό, το ψωμί και πάω στους τσομπάνους
μόνος μου...
Μετά άρχισε ό πόλεμος, 10 χρονών, πού ήμουν. Μ' άρεζε να μιλάω με γέρους,
ότι άκουγα άπ' τους μεγάλους το άρπαζα. Ό,τι άκουγα γινόταν προίκα μου.
Το '44 μας έκαψαν τα σπίτια στο χωριό.
Έρχονταν το τραίνο με Γερμανούς, Βουλγάρους, έκαναν ενέδρα οί αντάρτες,
πιστόλια ακουγόταν σα βατράχια, χαλασμός! Ή μηχανή ξεκλείδωσε και έφυγε,
τα βαγόνια έμειναν. Μετά οί Γερμανοί, για εκδίκηση, γκρέμισαν την σκεπή
στο σχολείο και έκαιγαν τα σπίτια. Εγώ έβαλα ένα καπέλο στ' αυτί μου, οί
σφαίρες σφύριζαν, και πετάχτηκα σ' ένα χαντάκι. Μετά φύγαμε στα βουνά...
Εκεί ένα βράδυ με λέει ό αδελφός μου, δεν πάς στο χωριό μας μήπως βρεις
ψωμί; Πάω! τι ήμουν, 14 χρονών! Βλέπω ένα φως, ζητάω λίγο ψωμί, με δίνουν
και ντομάτες και παίρνω κάτι ρεματιές, δεν ήξερα που θα βρεθώ, αλλά δεν
ήξερα τι θα πει φόβος και βάζω μια φωνή 'Έεε Φωτάκι! Άκουσα φωνή, με την
φωνή πήγα πάνω!
Όταν κατεβήκαμε απ' το χωριό στην Μ , ήμουν καμιά 35 χρονών, δούλεψα με
μαστόρους, χτίζαμε σπίτια. Ένα αφεντικό έβριζε πολύ, όλο φώναζε, μέχρι και
κλέφτη μ' έλεγε και συνέχεια ό θάνατος σου ή ζωή μου, φώναζε κι εγώ να
κουβαλάω τους ντενεκέδες με λάσπη στον ώμο. Τα 'βαζε με μένα, όμως τα
έβαζε με τον αναμάρτητο Χριστό... βρισιές! Θα έσκαζα αν νευρίαζα, όμως εγώ
δεν ήξερα τι θα πει θυμός, δεν ήξερα να παρεξηγηθώ, δεν σχολίαζα, δεν
κατέκρινα. Όταν τελειώναμε δεν έλεγε ούτε ένα ευχαριστώ, μα εγώ δεν τον
έκρινα στους άλλους. Μια μέρα, όταν ρίχναμε την πλάκα, έψησε ένα αρνί και
μου έλεγε, έλα να φας, μα εγώ δεν έτρωγα γιατί ήταν Παρασκευή, εγώ
ελιές... Από τότε πού δεν έφαγα αρνί μ' έβαλε πιο πολύ στο μάτι...
βρισιές! Ήξερε ότι είμαι απείραχτος κάκου κι όμως... Πώς ήρθαν όμως τα
πράγματα, σα πέρασαν τα χρόνια, ένας δικός του...., ήλθε μετανιωμένος και
άρχισε να ρωτά για το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία και γύρισε στο
πιστεύω....
Για την περιφρόνηση και τους πειρασμούς
|
|