ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ
ΘΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΩΒ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ., (1929-2004)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005
Για την πρόνοια του Θεού
Στα 40 μου χρόνια με βρήκε το ζάχαρο, ευλογία μεγάλη! Πολλές φορές έπεσα
σε κώμα από ψηλό σάκχαρο κι άλλες σε ζάλη από υπογλυκαιμία. Μια μέρα,
Ήμουν στα χωράφια μέσα, ένα χιλιόμετρο μακριά απ' τη δημοσιά. Μόνος, μέσα
στ' αγριόχορτα. Και με πιάνει ζάλη, έπεσε το ζάχαρο. Δεν πατούσα θαρρείς
στα πόδια μου, σηκωνόμουν στον αέρα, σα να 'μουνα πάνω από τη γη.
Για να
συνέλθω, για να βάλω κάτι στο στόμα μου, έπιασα να τρίβω τα στάχυα, σαν
τους μαθητές του Χριστού, πού λέει, όταν περπατούσαν στα χωράφια πετούσα
τα άγανα και μασουλούσα το στάρι, με κόπο πήρα να γυρίζω σπίτι.
Μόλις
έφτασα απέναντι απ' το σχολείο, φώναξα μ' όση μου απόμεινε δύναμη' ψωμί!
παρά τρίχα γλίτωσα.
Άλλοτε το 'παθα μες στον μπαξέ. Μόλις ξεζεύω τ' άλογο
με πιάνει ζάλη, τα πόδια μου δίπλωναν, δεν άνοιγαν, μπήγω το παλούκι και
κρατιόμουν απ' τις ρόδες του κάρου. Έπιανα με τα χέρια τις ρόδες του κάρου
να σηκωθώ. Συνήλθα, μετά 2 ώρες, τα χέρια μου κατσιρντούσαν...
Άλλη μέρα
πάλι, καθάριζα χόρτα και ξαφνικά χάνω τον κόσμο, άρχισε να σκοτεινιάζει
και πέφτω πάνω στην καθίστρα του κάρου, πόση ώρα δεν ξέρω...
Άλλοτε
ξάπλωσα πάνω στον δρόμο, καλά πού 'χα μαζί μου ένα μικρό σκυλάκι, πού
κάθονταν πάνω άπ' το κεφάλι μου στα δυο του ποδάρια όρθιο τι εκτίμηση
δίνουν τα σκυλιά στον άνθρωπο! Αυτό μ' έσωσε τότες γιατί έτσι πού 'μαν
ακίνητος στην ερημιά αν έρχονταν τσομπανόσκυλα, πού ήταν σα λύκοι, άπ'
τους τσομπανέους, θα μ' έτρωγαν...
Πολλές φορές γλίτωσα από θαύμα. Τότε, με τους αντάρτες απαγορεύονταν, όλοι
μέσα στα χωριά κλεισμένοι ήταν. Από την Π έπρεπε να πάς ως την Ά…..για να
βρεις άνθρωπο. Εγώ όμως, κάθε μέρα τα πρόβατα μου τα πήγαινα έξω' μετά στο
μαντρί κι εγώ καθόμουν σ' ένα καμαράκι μ' ένα φαναράκι. Σφαίρες βούιζαν
απ' έξω, τα πρόβατα όρθια, δεν τα 'πιανε ύπνος. Τα πρωινά τα πήγαινα στο
βουνό για βοσκή. Ένα βράδυ έρχεται, κει πού μέναμε σε κάτι αχερώνες μέσα,
ένας και λέει στη μάνα μου εμείς οι Μάηδες αποφασίσαμε να σκοτώσουμε τον
Τάσο, γιατί νόμιζαν πώς πάω ψωμί στους αντάρτες, πώς είμαι σύνδεσμος.
Εγώ παρ όλ' αυτά συνέχιζα να βοσκάω τα πρόβατα μου στο παχύ χορτάρι πού
μόνο λαγοί πάγαιναν. Βγαίναν οί στρατιώτες παγάνα, μα εγώ γλίτωσα....
Άλλη μέρα, μόνος μου ήμουν με τη γκλίτσα μου μέσα σε μια πολιάνα, λιβάδι
με χορτάρια, και βλέπω να περνάνε μαυροσκούφηδες με πολυβόλο στην πλάτη.
Ολόκληρος λόχος πέρασε. Άγγελος Κυρίου με προστάτεψε, 17-18 χρονών, θα 'μουν...
γιατί απαγορεύονταν να βρίσκομαι εκεί πού ήμουν (πίσω από το χωριό σαν
άγρια ζούγκλα ήταν). Κι όπως περνούσαν αυτοί από δίπλα μου ούτε ένα
πρόβατο, δεν σκιάχτηκε, δεν κουνήθηκε. Ούτε σκυλί να γαβγίσει. Πέρασαν και
έφυγαν. Άπ' τις φυλακές ήταν βγαλμένοι, τους όπλισαν, σα χάρος πέρασαν 5
βήματα κοντά μου... Βλέπω έναν να προχωρά σα σκαντζόχοιρος με όπλο, από
μια πλαγιά στην άλλη. Φτάνω ψηλά, με ρωτάν, είδες τίποτε; Τίποτα, λέω...
Μετά, ξάπλωνα σ' ένα λάκκο, σα μνήμα και κοιμόμουν στο λάκκο.... Τότε με
το αντάρτικο, ή Ρωσία, ούτε ασπιρίνη δεν έστελνε στους αντάρτες σα δεν
παίρνανε μια πόλη.
Μια ιστορία πού άκουσα άπ' τον εμφύλιο, για να δεις, πώς ό αναμάρτητος
Χριστός παντού δίνει παρών και βοήθεια...
Ζήτησες βοήθεια; Δεν εξετάζει
ποιος είσαι...
Ήταν τότες σε ενέδρα οι αντάρτες στο βουνό... πέθνησκες από
την πείνα και λέει ό καπετάνιος τους: αφήστε τα όπλα κάτω να κάνουμε τον
σταυρό μας... Και βγαίνει ένας μπροστά τους και πάει με μια ομάδα και
φέρνουν τρόφιμα για δυο μήνες...
Ό Θεός κάθεται στον Θρόνο και δεν
κουνιέται και γι' αυτό έστειλε τον Υιό του τον Χριστό... Να θυμόμαστε τι
είπε ό Φίλιππος στον Χριστό. Δείξον τον Πατέρα, και τι του απάντησε; Τόσο
καιρό είμαι μεθ' υμών και δεν πιστεύεις;
Πόσες φορές δεν γλίτωσα άπ' τον
Χάρο... Έτσι πίστεψα στην Θεία Πρόνοια. Άμα φωνάξεις βοήθεια, θα δεις....
Δυο φορές σώθηκα από τροχαίο, στην δημοσιά. Την πρώτη φορά, περίμενα στην
Π…να περάσω απέναντι και ξάφνου έρχεται μια νταλίκα με πλατφόρμα σα
σίφουνας, έριξε ένα τηλεφωνόξυλο κάτω, πήρε την μισή γωνιά του Ν , έπεσε
πάνω στο καφενείο, και πήγε και σφηνώθηκε σε ένα σπίτι. Πώς φωτίστηκα και τραβήχτηκα παραμέσα...
Την
άλλη φορά, νυχτούλα ήτανε, κρατούσα το σχοινί του αλόγου, ήμουν έτοιμος να
περάσω το δημόσιο και να μια νταλίκα. Κάνει τ' άλογο πίσω το κεφάλι, με
γλιτώνει, (να το!... τόσο καιρό ήμουν μεθ' υμών Φίλιππε....).
Τότε με τον πόλεμο, το χωριό μας ήταν κυνηγημένο. Μου λεν οι δικοί μου να
πάω γάλα και ψωμί για το θέρο. Το χωριό ήταν περιτριγυρισμένο με
συρματοπλέγματα, με αμπριά. Μόλις με βλέπουν, έρχονται με υποκόπανο με
βαρούσαν να κιοτέψω. Εγώ έτρεχα στα βάτα να γλιτώσω. Τα πρόβατα στάλιαξαν
στα πλατάνια... Σηκώνω τα χέρια ψηλά, με φέρνει μια με τ' αυτόματο με τη
γεμιστήρα κι ακούστηκε τότε μια φωνή" μη Παναγιώτη, μη, είναι άπ' τα
καλύτερα παιδιά! Σώθηκα!
Άλλη φορά, καμιά 35αριά χρονών να 'μουνα, πηγαίναμε με το κάρο χαράματα
στην Κ , μας έριξε ένα αυτοκίνητο κάτω, το άλογο ψόφησε, εμένα με πήγανε
στο νοσοκομείο. Με έδωσαν, θυμάμαι, 5.000 για άλογο και 2.100 για κάρο....
Για την μετάνοια και συχώρεση αμαρτιών
|