ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ



ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΘΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΩΒ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ., (1929-2004)


ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005

 

Για την μετάνοια και συχώρεση αμαρτιών


Ό αναμάρτητος Χριστός δεν εξετάζει το παρελθόν. Ουδείς αναμάρτητος ει μη Σύ ό δυνάμενος... Βάρδα όμως να μην αμαρτήσεις ξανά. Σε λέει τώρα πού με γνώρισες, επιστρατεύεσαι! Σταμάτα εκεί πέρα. Όποιος γυρέψει βοήθεια, θα τον γλιτώσει. Το αμάρτημα είναι, να, όπως βρέχει..., ε... άμα βγεις έξω, θα βραχείς....


Ή δύναμη καλοσύνης και την τελευταία ώρα συχωρά. Μόλις πιστέψεις σε φωτίζει, άμα δεν μας συχωρούσε, δεν θα είχε το φως.


Ό κ. Τάσος άκουγε κάθε μέρα το συναξάρι του Αγίου. Κάποτε, όταν άκουσε για τον Αγ. Μωϋσή τον Αιθίοπα, είπε' Ε, για να γλιτώσει κι αυτός και να αγιάσει πα να πει, πώς έχει ό Θεός για όλους... Γιατί όταν τον είπαν οί άλλοι' βρε μαύρε, αυτός είπε στον εαυτό του, είσαι άξιος να μιλάς με ανθρώπους; Έτσι, να έχεις μπροστά σου όλα τα αμαρτήματα σου και τότε δεν θα κατηγορήσεις κανένα. Γιατί ό άλλος από κάρβουνο μπορεί να γένη διαμάντι.


Είναι κακό πράγμα να παγιδεύεται ό άνθρωπος, τότε δεν φεύγει από την δύναμη του σκότους. Ή μετάνοια είναι ένδυμα του νέου ανθρώπου. Ξαναγέννηση είναι, όταν μετανοεί. Του έρχεται τότε μία ευλογία και λέει ήμαρτον, και τότε ξαναγεννιέται. Ό Χριστός αν τον δεχτής, σαν μαγνήτης σε τραβά με προσευχή. Όπως αν έχεις λεκέ στο ρούχο το πλένεις, έτσι με την προσευχή.


Ή αγαθότης του Θεού είναι πιο μεγάλη άπ' την δικαιοσύνη του, όπως τότε με την Νινευή πού λυπήθηκε τα 120.000 παιδιά. Να μετανοούμε και να γινόμαστε άλλοι άνθρωποι. Να ενδυθούμε το Ευαγγέλιο, πού είναι το βήμα του Χριστού. Οι αμαρτίες, και σαν τις τρίχες της κεφαλής να είναι ή σαν τα φύλλα των δέντρων, όλες λιώνουν άμα πιστέψεις. Αν ένας μπόρεση άπ' την ομίχλη να συνδεθεί με τον Θεό, είναι σαν ήρωας.


Άμα λυγίσει το δεντράκι με αμαρτία, το αμάρτημα είναι σαν το αλάτι στο φαγί. Το αμάρτημα εκείνο γίνεται λατρεία στον Θεό, αν πέσουμε στο ήμαρτον. Και το λάθος πού κάνεις να μη σε ρίχνει σε απελπισία, αλλά κάνε μια προσευχή ώστε ό νους σου να πάρη άλλη στροφή. Αυτό πού σε φώτισε εκείνη την ώρα, εκείνο το κλάμα, σε έσωσε, θέλει αγρύπνια στην προσευχή. Κλαίνε τα «οστεά» σου, δεν είσαι εσύ, άλλος σε φωτίζει.


Ό άνθρωπος είναι ένα φυτό, το χτυπάει αέρας, το λυγίζει, ή αμαρτία γυρνά να μας ζύμωση.
Θα σε φωτίσει ό Θεός τι να κάνης, αρκεί να σταματάς στην καλοσύνη.


Κάποτε ήμουν στο χωράφι, ακούω χτυπά ή καμπάνα, βγαίνω παραέξω ρωτάω, ήρθε ό ξομολόγος μαθαίνω, ξομολογήθηκες ποτέ; Μόλις τ' άκουσα, ξεζεύω το άλογο και πάω. Ας είναι καλά πού πήγα, και συνεχίζω.
Μόνο με «άνωθεν» φωτισμό αλλάζει ό άνθρωπος. Οι αμαρτωλοί όπου μετανοήσουν, επιστρατεύονται σαν θαύμα. Το δεμένο πλοίο και στη φουρτούνα έχει ελπίδα να σωθεί....


Οι Γιαχωβάδες είναι ζιζάνια. Όπως σπέρνεις και μετά από λίγο βγαίνουν ζιζάνια έτσι κι αυτοί. Εγώ κάποτε ήρθα σε αντιλογία μ' έναν απ' αυτούς και δεν τον αφήνω άπ' την προσευχή μου, παρακαλάω γι' αυτόν να πέσει στο ήμαρτον....


Κάποτε στο χωριό μας εμφανίστηκε ένας πού έλεγε ότι είναι της θρησκείας. Όταν τέλειωσε την ομιλία του, εγώ τον παρακαλούσα, γιατί είχα μεράκι να φιλοξενώ τους ξένους, να έλθει στο σπίτι μας. Ήλθε, τον κοίμισα στο σπίτι μου. Σα ξύπνησε το πρωί με ρωτάει, πόσα χρόνια είσαι παντρεμένος; Πέντε του απαντώ. Πόσα παιδιά έχεις; Δύο του λέω. Και ξαφνικά πετιέται επάνω φωνάζοντας, φονιάδες! Φονιάδες! που είναι τα αλλά τρία; Κάθε χρόνο έπρεπε να 'χεις κι ένα παιδί... Τ' αλλά τα σκότωσες! Μα εγώ δεν είχα σκοτώσει κανένα.


Και ποια Γραφή διαβάζεις; με ρώτησε ξανά. Του έδειξα την Αγία Γραφή πού είχα... Αυτό το Ευαγγέλιο μου το είχα αγοράσει από 16 χρονών με τα λεφτά πού πήρα πουλώντας ένα ζώο. Δεν το αποχωριζόμουν ποτέ. Στο στρατό το 'χα μαζί μου συνέχεια και το διάβαζα φανερά. Με βαλαν όμως κατσάδα κι υστέρα το διάβαζα κρυφά. Σ' ένα συναγερμό, μ' έπεσε, το έχασα. Το βρήκε ό μάγειρας, το πήρα και χάρηκα πολύ, πού δε λέγεται.


Μόλις είδε ότι ήταν σε μετάφραση, από ιερωμένο ορθόδοξο και με έγκριση της Εκκλησίας μας, παρ' Όλα αυτά άρχισε πάλι τίς φωνές. Πεταχτέ τα! πεταχτέ τα! Κι' έφυγε και πήγε στο καφενείο κι εκεί με κατηγορούσε κι έλεγε, ούτε καλημέρα να μη λέτε στον Τάσο, άθρησκος είναι! Εγώ, δεν παραπονέθηκα, παρά παγαίνω, βρίσκω τον παπά και τον ρωτάω, δείχνοντας του το Ευαγγέλιο μου, μήπως είμαι σε αίρεση και δεν το ξέρω; Όχι, με λέει ό παπάς, και γώ τράβηξα ήσυχος, δεν ήξερα να παρεξηγηθώ....


Όταν τον ρωτήσαμε σχετικά με το αν είναι καλό για να τραβήξουμε τους νέους στην Εκκλησία να έρχονται ντυμένοι όπως είναι και έξω (σκουλαρίκια κ.τ.λ.) είπε Ή Εκκλησία δεν είναι θέατρο να θέλει να κόβει όσο το δυνατόν περισσότερα εισιτήρια. Σκοπός είναι αυτοί πού έρχονται να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη ζωή, Ανάσταση, Δευτέρα Παρουσία, αλλιώς τι να το κάνης το πλήθος, ...γιατί να τους καλοπιάνεις να έρχονται όπως να 'ναι....

 

 Για την μνήμη θανάτου και το μαρτυρικό του τέλος

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ