ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ



Προς τόν
Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον
καί τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
της Εκκλησίας της Ελλάδος

Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,

Θλίψη, απορία και αγανάκτηση προκαλεί στις ψυχές μας η επικείμενη διοργάνωση και φιλοξενία υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος του Διεθνούς Συνεδρίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.). Γι' αυτό επιτρέψτε μας να επικοινωνήσουμε μαζί Σας με το παρόν υπόμνημα, καταθέτοντας ταπεινά τις παρακάτω σκέψεις τόσο από συναίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στις ψυχές που ποιμαίνουμε και παιδαγωγούμε πνευματικά όσο και από πόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, ως μοναδική κάτοχος της αποκεκαλυμμένης αλήθειας περί του Θεού, δεν μπορεί να συμμετέχει σε τέτοιου είδους διαχριστιανικές δραστηριότητες χωρίς να αλλοιώνει την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία, να προδίδει την πίστη της και να σκανδαλίζει το ευσεβές πλήρωμά της.

Δυστυχώς η πατρίδα μας είναι η πρώτη Ορθόδοξη χώρα που τολμά να φιλοξενήσει ένα τέτοιο Συνέδριο, και το γεγονός αυτό αποτελεί, πιστεύουμε, όχι αφορμή εγκαυχήσεως, όπως διακηρύσσουν οι διοργανωτές του, αλλά μία ακόμη μαύρη σελίδα της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Ελλάδος.

Α'. Έγκριτοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, κληρικοί και λαϊκοί, ομιλούν κατηγορηματικά για την απομάκρυνση του Π.Σ.Ε. από τους αρχικούς του στόχους, για τον εκφυλισμό του και την μετατροπή του σε μιά «λέσχη θρησκευομένων ανθρώπων και ομάδων, που μάλιστα δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο Χριστιανοί»1. Εξ άλλου σκοτεινός φαίνεται να είναι ο ρόλος του Συμβουλίου, καθώς όλο και στενότερα διαπλέκεται με τα ποικίλα θρησκεύματα και την παραθρησκεία, υπηρετώντας τις επιδιώξεις των σχεδιαστών της Νέας Εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, ποτέ δεν διαψεύσθηκε η είδηση ότι «υπάρχει ένας μεταξύ των πέντε Προέδρων του Π.Σ.Ε. που συνεργάζεται στενά με την Ενωτική Εκκλησία του Κορεάτου ψευδομεσσίου Μουν»2.

Τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι ο Οικουμενισμός εξελίσσεται πλέον μέσα στην ισοπεδωτική προοπτική της Παγκοσμιοποιήσεως, που επιβάλλουν ισχυρά πολιτικοοικονομικά κέντρα, και στοχεύει όχι στην ένωση των Χριστιανών αλλά στην επικράτηση της Πανθρησκείας. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται όχι απλώς ως αίρεση3 και παναίρεση, αλλά ως «κάτι πολύ χειρότερο της παναιρέσεως» (Καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου).

Κατόπιν αυτών, εύλογα διερωτώμεθα: Ποιό σκοπό εξυπηρετεί και σε τί αποβλέπει η συνεργασία μας με τις πολυάριθμες αιρετικές παραφυάδες του Π.Σ.Ε.; Θα μπορούσαμε να φαντασθούμε, άραγε, τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας; Τόν Μέγα Αθανάσιο, τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως κ.ά.? να συμμετέχουν σε παρόμοια με το Ιεραποστολικό Συνέδριο των Αθηνών παναιρετικά και κακόδοξα Συνέδρια; Ή θα προσκαλούσαν ποτέ οι γιοι Πατέρες στις επαρχίες τους αιρετικούς, επιτρέποντάς τους να κηρύξουν τις πλάνες τους και να ανταλλάξουν τις ιεραποστολικές εμπειρίες τους, θεωρώντας μάλιστα τιμητικό ένα τέτοιο γεγονός; Κι άν, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, η απλή συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον «αιρετικό, ανθρωποπαγή και ανθρωπολατρικό σύλλογο» του Π.Σ.Ε. αποτελεί «δουλικό εξευτελισμό», πώς μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει την υποδοχή και φιλοξενία ενός Διεθνούς Συνεδρίου του Π.Σ.Ε.;

Β'. Υποστηρίζουν πολλοί ότι με την συμμετοχή μας στις ποικίλες οικουμενιστικές διεργασίες δίδουμε μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως και βοηθούμε τους ετεροδόξους αδελφούς μας του Π.Σ.Ε. να προσεγγίσουν την Αλήθεια. Λυπούμεθα που θα το γράψουμε, αλλά νομίζουμε ότι το παρόν επιχείρημα απευθύνεται σε ανθρώπους αφελείς, σε ανθρώπους με κοσμικό και όχι εκκλησιαστικό φρόνημα, σε ανθρώπους που δεν έχουν στοιχειώδη γνώση εκκλησιαστικής ιστορίας ή που είναι ανυποψίαστοι για τα τεκταινόμενα σήμερα στους κόλπους του Π.Σ.Ε.

Δεν φοβούμεθα ασφαλώς τον διάλογο ούτε διακατεχόμεθα από αρρωστημένη εσωστρέφεια, όπως θα μας κατηγορήσουν οι υποστηρικτές του Π.Σ.Ε. Ο Θεός άλλωστε πάντοτε διαλέγεται με τον άνθρωπο. Και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ανέκαθεν την αγκαλιά της ανοιχτή σε όλους τους ανθρώπους, κάθε φυλής και εποχής. Αυτή όμως η οικουμενικότητα? παγκοσμιότητα της Εκκλησίας αποτελεί συστατικό και φυσικό ιδίωμά της και αποσκοπεί στην εν Χριστώ λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου• δεν προέρχεται από παράγοντες εξωγενείς ούτε αναζητά την καταξίωσή της σε παγκόσμια Συμβούλια αμφιβόλου σκοπιμότητος• πολύ περισσότερο, δεν αποβλέπει σε ευκαιριακούς εγκοσμιοκρατικούς ή έστω ανθρωπιστικούς σκοπούς.

Επίσης η εκκλησιαστική ιστορία αποδεικνύει με τον πλέον αδιάψευστο τρόπο ότι οι αιρετικοί, συμμετέχοντες σε τέτοιου είδους προσεγγιστικές προσπάθειες, μένουν πάντοτε αμετακίνητοι στις θέσεις τους. Οι ίδιοι οι οικουμενιστές δηλώνουν με ειλικρίνεια ότι «έπειτα από αιώνα ολόκληρο ορθόδοξης συμμετοχής στην Οικουμενική Κίνηση και μισό αιώνα παρουσίας στο Π.Σ.Ε.?, το χάσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Προτεσταντών γίνεται μεγαλύτερο»4. Τί σημαίνει αυτό; Ότι οι ετερόδοξοι αδελφοί μας δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια της Ορθοδοξίας, αλλά επιδιώκουν «νά μας έχουν εγκλωβισμένους τους Ορθοδόξους μέσα στο σύστημα του Π.Σ.Ε., που θα μας ?χρησιμοποιεί?, όταν αυτό συμφέρει, ή θα μας αγνοεί, όταν η παρουσία μας ενοχλεί»5.

Εξ άλλου, η μέχρι σήμερα πορεία μας στο Π.Σ.Ε. φανερώνει ότι η Ορθοδοξία:

α) Περιφρονείται ταπεινωτικά από τον Προτεσταντισμό, αφού στο Οικουμενικό Συμβούλιο οι εκπρόσωποί της αποτελούν μειοψηφία• μία μειοψηφία η οποία καθίσταται εντελώς ανίσχυρη και αναποτελεσματική, αν κανείς λάβει υπΆ όψιν ότι συχνά παρουσιάζεται διχασμένη και θεολογικά ακατάρτιστη.

β) Αρνείται την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία, καθώς είναι υποχρεωμένη, βάσει των καταστατικών αρχών λειτουργίας του Συμβουλίου, αφ' ενός μεν να αρνηθεί την πίστη της ότι αποτελεί την μοναδική Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αφ' ετέρου δε να αναγνωρίσει όλες τις ετερόδοξες ομολογίες ?πολλές από τις οποίες καταπατούν σαφείς ευαγγελικές εντολές, δεχόμενες την ιερωσύνη των γυναικών και τον γάμο των ομοφυλοφίλων? ως «αδελφές Εκκλησίες».

γ) Υποχρεώνεται, στις εσωτερικές διαδικασίες, να έχει ισοδύναμη και ισόκυρη ψήφο με όλες τις νεοφανείς και ασήμαντες αιρετικές ομάδες, ακόμη και με ολιγάριθμους θρησκευτικούς προτεσταντικούς συλλόγους. Είναι θλιβερή η εύστοχη επισήμανση ορθοδόξου θεολόγου: «Τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, φορείς μιάς θεολογίας αιώνων αγιότητας? έχουν την ίδια ψήφο στην Κ.Ε. του Π.Σ.Ε. με τον αντιαλκοολικό αντιπρόσωπο του Στρατού της Σωτηρίας, μιάς εκκλησίας δηλαδή που οι αντιπρόσωποί της δηλώνουν συνήθως αποχή από συζητήσεις σχετικές με το Ποτήριον της Ευχαριστίας, επειδή στις δικές τους συνάξεις το έχουν καταργήσει, αφού είναι αντιαλκοολικοί»6.

Μέσα λοιπόν σ' αυτό το ζοφερό τοπίο δεν φαντάζει, άραγε, ως μύθος η δυνατότητα Ορθοδόξου μαρτυρίας στο Π.Σ.Ε.; Και, έπειτα από τόσες άκαρπες προσεγγιστικές προσπάθειες ολοκλήρων δεκαετιών, δεν είναι απορίας άξιον το ότι εμείς, οι Ορθόδοξοι, επιμένουμε πεισματικά να λυπούμε το Πνεύμα το γιο, παραβαίνοντας την σαφέστατη εντολή του Θεού «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10);

Γ'. Ειδικότερα, για το εν λόγω Διεθνές Συνέδριο Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού, πληροφορούμεθα τα εξής από το ίδιο το Π.Σ.Ε.7:

Το θέμα του Συνεδρίου είναι: «Ελθέ, Πνεύμα γιο, θεράπευσε και συμφιλίωσε». Κύριος σκοπός του είναι «η ηθική ενίσχυση των συμμετεχόντων, ώστε να ακολουθήσουν μαζί την κλήση τους για την Ιεραποστολή και να εργαστούν για την εν Χριστώ συμφιλίωση και θεραπεία στον κόσμο του Θεού σήμερα». Θα συμμετάσχουν 500 περίπου άτομα, εκ των οποίων τα 400 θα είναι μέλη του Συνεδρίου (μέλη του Π.Σ.Ε. και εκπρόσωποι των Ρωμαιοκαθολικών, των Πεντηκοστιανών και των Ευαγγελικών) και τα 100 θα είναι ειδικοί σύμβουλοι. Για την ανάπτυξη του θέματος και την προώθηση των στόχων του Συνεδρίου οι σύνεδροι, σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα, θα λαμβάνουν μέρος στις εξής ευκαιρίες:

α) Στα Home Groups, στις μικρές δηλαδή «οικογενειακές» ομάδες 10 ατόμων, εκπροσώπων αντίστοιχων «Εκκλησιών»-ομολογιών, τις εργασίες των οποίων θα κατευθύνει ένας σύμβουλος. Στόχος των ομάδων αυτών είναι να ξεπεραστούν οι αντιθέσεις των μελών τους, ώστε «νά βιώσουν τή θεραπεία και τή συμφιλίωση που οδηγούν στή μεταμόρφωση των προσώπων».

β) Στις Plenaries, στις ολομέλειες δηλαδή του Συνεδρίου, οι οποίες θα πραγματοποιούνται καθημερινά και στις οποίες θα αναπτύσσονται θέματα που έχουν σχέση με την κοινή Ιεραποστολή όλων των κατΆ όνομα χριστιανικών κοινοτήτων, με στόχο «νά γίνει το ίδιο το Συνέδριο μιά ζωντανή κοινότητα συμφιλίωσης και θεραπείας».

γ) Στα Workshops, στις συνάξεις δηλαδή οι οποίες θα πραγματοποιούνται τις απογευματινές ώρες και στις οποίες θα εμπεδώνονται τα θέματα της ολομέλειας με την βοήθεια ποικίλων οπτικοακουστικών μεθόδων (φίλμς, θεατρικών παραστάσεων, μουσικής κ.λ.π.), συζητήσεων στρογγυλής τραπέζης, φιλικών συναντήσεων κ.ά. Στόχος και πάλι «νά γίνει το Συνέδριο ένα σημείο συμφιλίωσης και θεραπείας μεταξύ των εκκλησιών και να γιορτάσουν οι σύνεδροι την εν Χριστώ ενότητά τους και την από Θεού δοσμένη διαφορετικότητά τους».

δ) Στην κοινή λατρεία. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, «τό Συνέδριο θα έχει πλούσια λειτουργική ζωή. Κάθε πρωί και κάθε απόγευμα θα τελούνται προσευχές, στις οποίες θα είναι ελεύθερη η πρόσβαση σε όλους, ενώ κατά την διάρκεια του Συνεδρίου θα τελεσθούν πέντε θεραπευτικές λειτουργίες, ανοιχτές για όλους τους συμμετέχοντες, κατά τις παραδόσεις διαφορετικών ομολογιών». Άλλωστε θα υπάρχει υπαίθριο παρεκκλήσιο, όπου θα γίνονται προσευχές από διάφορες ομολογίες σε ώρες εκτός του προγράμματος του Συνεδρίου. Ειδικά για την τελευταία ημέρα του Συνεδρίου, Κυριακή 15 Μαΐου, οι σύνεδροι είναι προσκεκλημένοι από τους Έλληνες οικοδεσπότες σε τοπικές εκκλησιαστικές συναθροίσεις.

Δ'. Μελετώντας κανείς το πρόγραμμα του Συνεδρίου διερωτάται:

α) Κατά τις συζητήσεις ενός τόσο σοβαρού θέματος, όπως είναι η Ιεραποστολή, πώς θα ξεπεραστούν οι αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μελών και πώς θα παρακαμφθεί ο σκόπελος των δογματικών τους διαφορών; Δεν θα εφαρμοσθεί και πάλι η δοκιμασμένη πιά μέθοδος του δογματικού μινιμαλισμού, η οποία οδηγεί στην άμβλυνση των δογματικών αισθητηρίων; Ή μήπως δεν θα χρησιμοποιηθεί η αμφίσημη διπλωματική γλώσσα των κοσμικών συνεδρίων, η οποία θα υπερτονίζει τα ελάχιστα που ενώνουν και θα αμνηστεύει τα ουσιώδη που χωρίζουν, ώστε να δημιουργηθεί μιά ψευδαίσθηση κοινής πίστεως και ενότητος;

β) Τί σημαίνει «η από Θεού δοσμένη διαφορετικότητα», την οποία θα γιορτάσουν οι σύνεδροι; Δεν σημαίνει πανηγυρική αναγνώριση ως «Εκκλησιών» των πάσης φύσεως προτεσταντικών ομάδων και καταξίωση των αιρετικών τους διδασκαλιών; Δεν σημαίνει ότι οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι θα κληθούν να αρνηθούν και πάλι την μοναδικότητα της Εκκλησίας τους και έτσι υποχρεωτικά να ομογενοποιηθούν μέσα στή χοάνη των 340 και πλέον ομολογιών της πανσπερμίας του Π.Σ.Ε.; Καί είναι, άραγε, ώ της βλασφημίας? «δοσμένη από τον Θεό» η διαφορετικότητα, δηλαδή τα ποικίλα σχίσματα και οι αιρέσεις, και όχι αποτέλεσμα του ανθρώπινου εγωισμού και κατόρθωμα του διαβόλου;

γ) Τί είδους θα είναι αυτές οι «πέντε θεραπευτικές λειτουργίες, οι οποίες θα τελεσθούν κατά την διάρκεια του Συνεδρίου, ανοιχτές για όλους τους συμμετέχοντες»; Μήπως, σε συνδυασμό με την πρόσκληση του Συνεδρίου «γιά ανταλλαγή εμπειριών», προβληθούν κάποια «χαρισματικά εφφέ» των Πεντηκοστιανών, ή μήπως επαναληφθούν τα έκτροπα που διαδραματίσθηκαν στην Καμπέρα, κατά την Ζ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε.;

Ε'. Όπως μας πληροφορεί σχετικό Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου (17-1-2005), σε συναφή με το Συνέδριο συνέντευξη τύπου οι εκπρόσωποι των Μ.Μ.Ε. διαβεβαιώθηκαν «ότι δεν θα υπάρχει συμπροσευχή κατά την διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου». Κάτι τέτοιο όμως αποδεικνύεται ανακριβές.

Κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι όντως οι εκπρόσωποι όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών θα αρνηθούν την συμμετοχή τους στις προγραμματισμένες λατρευτικές εκδηλώσεις, εφ' όσον η μέχρι τούδε πείρα έχει αποδείξει ακριβώς το αντίθετο. Αρκεί και μόνο να σκεφθούμε πως οι Ορθόδοξοι οικουμενιστές, ανατρέποντας την κανονική λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας στο θέμα της συμπροσευχής, έχουν δηλώσει απερίφραστα ότι «η μόνη κοινή προσευχή που ρητά απαγορεύεται είναι η ευχαριστιακή»8. Στο Συνέδριο όμως θα καταπατηθεί ακόμη και η έσχατη αυτή παραδοσιακή αρχή των οικουμενιστών, διότι, όπως αναφέραμε, την Κυριακή 15 Μαΐου, από τις 8.15 π.μ., σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι σύνεδροι θα μεταβούν σε τοπικούς Ορθόδοξους ναούς, όπου τότε θα τελείται η Θεία Λειτουργία. Επίσης, το βράδυ της ίδιας ημέρας, όλοι οι σύνεδροι θα συγκεντρωθούν στον λόφο του Αρείου Πάγου για την τέλεση αποχαιρετιστήριας ακολουθίας.

Τέλος, αυτό καθαυτό το θέμα του Συνεδρίου αποτελεί συμπροσευχή. Για μιά εβδομάδα στον νού και την καρδιά όλων των συνέδρων θα κυριαρχεί η κοινή δέηση: «Έλα, γιο Πνεύμα, θεράπευσε και συμφιλίωσε!». Ποιά σχέση όμως έχει το «γιο Πνεύμα» των ποικιλώνυμων αιρετικών του Π.Σ.Ε. με το «Πνεύμα το γιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των Προφητών», το Οποίο επί δύο χιλιάδες χρόνια οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ομολογούν και επικαλούνται;

Είναι σε όλους γνωστό ότι οι πολυάριθμες ομολογίες του Π.Σ.Ε. έχουν διαστρεβλώσει την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και τον κόσμο σχετικοποιείται ή, ακόμη χειρότερα, ταυτίζεται με οιοδήποτε άλλο «πνεύμα» που είναι παρόν σε άλλα θρησκεύματα9.

«Παγανιστικές, ανιμιστικές και ειδωλολατρικές αντιλήψεις περί του Αγίου Πνεύματος» επικρατούν στο Π.Σ.Ε., διαπιστώνει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος10.

Υπάρχουν στο Π.Σ.Ε. «τάσεις υποκαταστάσεως του Αγίου Πνεύματος από ένα ?ιδιωτικό? πνεύμα, από το πνεύμα του κόσμου ή από άλλα πνεύματα», γι' αυτό και κάποιοι σύνεδροι επικαλούνται «τά πνεύματα της γής, του αέρα, του νερού και των πλασμάτων της θάλασσας», παραδέχονται οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι στην Ζ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ. Ε. στην Καμπέρα της Αυστραλίας11.

Σε δήλωση τέλος του Π.Σ.Ε., στην Διαθρησκειακή Διάσκεψη του Χόγκ-Κόγκ, απροκάλυπτα ομολογείται ότι σε όλες τις θρησκείες, πίσω από τα ποικίλα ονόματα, λατρεύεται ο ίδιος Θεός, ο οποίος «ομιλεί με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες παραδόσεις: η Σεχινά στην Ιουδαϊκή παράδοση, το γιο Πνεύμα του Τριαδικού Θεού στους Χριστιανούς, το τμαν στους Ινδουϊστές και τους Σιχίτες, το Ρουάχ στους Μουσουλμάνους»12.

Ύστερα από όλα αυτά, εύλογα διερωτώμεθα και πάλι: Ποιό «γιο Πνεύμα» θα ενεργήσει εν προκειμένω, ώστε να θεραπεύσει και να συμφιλιώσει τους συνέδρους, τις «Εκκλησίες», τα έθνη και τον κόσμο ολόκληρο; Είναι άραγε εξωπραγματικοί, είναι φανατικοί και φονταμενταλιστές όσοι υποστηρίζουν ότι σκοπός του Π.Σ.Ε. είναι η προώθηση του διαθρησκειακού συγκρητισμού και η επικράτηση της Πανθρησκείας; Πώς θα φιλοξενήσουμε ένα βλάσφημο και κακόδοξο Συνέδριο στην πατρίδα μας, την ποτισμένη με τα αίματα και τους ιδρώτες των Οσίων, των Μαρτύρων και Ομολογητών της Πίστεώς μας; Με τί καρδιά άραγε οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι ?όσοι διατηρούν την αυτοσυνειδησία τους? θα προσέλθουν σ' αυτό το Συνέδριο; Γιατί περιφρονείται και πάλι σκανδαλωδώς ο κρυστάλλινος λόγος του Θεού: «Μή γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις• τις γάρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; η τις μερίς πιστώ μετά απίστου; τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; υμείς γάρ ναός Θεού εστε ζώντος» (Β' Κορ. 6, 14-16);

ΣΤ'. Διατείνονται οι οργανωτές του Συνεδρίου ότι κύριος σκοπός του είναι η κοινή πορεία προς την Ιεραποστολή. Και ναι μεν για την σχεδόν ανύπαρκτη δογματική συνείδηση των ετεροδόξων ένα τέτοιο όραμα μπορεί να είναι εφικτό. Για τους Ορθοδόξους όμως κληρικούς και λαϊκούς, που θα συμμετάσχουν στο Συνέδριο, πώς μπορεί να σταθεί μιά τέτοια προοπτική;

Οι αιρετικές παραφυάδες του Π.Σ.Ε. απομακρύνονται συνεχώς από την βιβλική και αγιοπατερική αντίληψη περί του Τριαδικού Θεού και της Εκκλησίας, ενώ πολλές από αυτές δεν αποδέχονται την μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας. Οι «Εκκλησίες» τους δεν αποτελούν το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, τον χαρισματικό εκείνο θεσμό που συγκροτείται από το γιο Πνεύμα, αλλά έχουν υποβιβασθεί στο επίπεδο κοσμικών θρησκειών και σωματείων ηθικοκοινωνικού ή ωφελιμιστικού χαρακτήρα. Ο «Θεός» τους δεν είναι ο εν Χριστώ αποκαλυφθείς Τριαδικός Θεός, που ελευθερώνει από τον θάνατο και την φθορά. Και το δικό τους «γιο Πνεύμα», ως ταυτιζόμενο με το πνεύμα των ψεύτικων θρησκειών, είναι πνεύμα πλάνης, πνεύμα πονηρό και δαιμονικό, που ούτε θεραπεύει ούτε συμφιλιώνει, αλλά μάλλον διαιρεί και σκοτίζει τους ανθρώπους. Όσο για την «χριστιανική ηθική» τους, αρκεί να αναφερθεί ότι μέσα στο Π.Σ.Ε. «εγκρίθηκαν ηθικοί κανόνες που αντιστρατεύονται την Γραφή ?η ομοφυλοφιλία, ο λεσβιασμός, οι εκτρώσεις? και γενικά ανατράπηκε ολόκληρη η χριστιανική βιβλική και παραδοσιακή ηθική»13.

Τί είδους, λοιπόν, χριστιανική μαρτυρία μπορούν να δώσουν από κοινού τα μέλη του Π.Σ.Ε. στον σύγχρονο κόσμο; Άλλωστε, με την προώθηση και αποδοχή του διαθρησκειακού συγκρητισμού, το ιεραποστολικό χρέος των Χριστιανών αυτοκαταργείται, εφΆ όσον, καθώς ισχυρίζονται Ορθόδοξοι μάλιστα οικουμενιστές ιεράρχες, όλα τα θρησκεύματα αποτελούν «ηθελημένας από Θεού οδούς σωτηρίας»14 και «όλες οι θρησκείες υπηρετούν τον Θεό και τον άνθρωπο• δεν υπάρχει παρά μόνο ένας Θεός»15.

Ορθόδοξη χριστιανική κατήχηση και επανευαγγελισμό χρειάζονται πρωτίστως οι πλανεμένοι αδελφοί μας του Π.Σ.Ε., γιατί αυτοί, από την στιγμή που παραχάραξαν την χριστιανική πίστη, βρέθηκαν έξω από την μόνη αληθινή Εκκλησία και θεωρούνται πλέον άπιστοι και ξένοι του Θεού. «Ο μή κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων άπιστός εστιν»16. «Ως ξένους Θεού και εχθρούς νοήσομεν όσους η αβαπτίστους η κακοπίστους ορώμεν υπάρχοντας»17.

Ζ'. Ομολογήθηκε στην προαναφερθείσα συνέντευξη τύπου της Ιεράς Συνόδου, ότι δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση του εκκλησιαστικού πληρώματος για την δράση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Συμβούλιο. Το πιο λυπηρό όμως και αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο λαός μας σκοπίμως παραμένει απληροφόρητος.

Όταν, στις 13-2-2003, ελήφθη από την Δ.Ι.Σ. η απόφαση για την φιλοξενία του εν λόγω Συνεδρίου, εκδόθηκε μία λακωνικότατη ανακοίνωση, «στριμωγμένη» ανάμεσα σε πλήθος άλλων συνοδικών αποφάσεων. Από τότε και μέχρι τις 17-1-2005, δηλαδή για διάστημα δύο σχεδόν ετών, ούτε άλλη ουσιαστική ενημέρωση έγινε ούτε η πρέπουσα προβολή δόθηκε σ' ένα τόσο σημαντικό γεγονός, που αποτελεί, όπως υποστηρίχθηκε, τιμή για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την Χώρα μας18. Φοβήθηκε άραγε κανείς τις αντιδράσεις του πιστού λαού;

Είναι σίγουρο ότι η διοργάνωσή του Συνεδρίου αποφασίστηκε χωρίς να υπάρχει κάποιος θεολογικός ή ποιμαντικός λόγος και χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν η αγρυπνούσα συνείδηση του ευσεβούς πληρώματος, του «μικρού ποιμνίου», που αποτελεί την καρδιά του σώματος της Εκκλησίας. Τα κίνητρα, όπως απερίφραστα ομολογήθηκε, ήταν καθαρώς κοσμικά: «ενίσχυση μεταολυμπιακής θέσης της Ελλάδος στον κόσμο», απόδειξη ότι «η Εκκλησία έχει την ικανότητα να συνεργάζεται αρμονικά με τις ελληνικές πολιτειακές αρχές» κ.ά. Φοβούμεθα ότι λόγοι προβολής, προσωπικές φιλοδοξίες και ιδιοτελείς στόχοι κρύβονται πίσω από την απόφαση αυτή, ενώ εκείνοι που την έλαβαν δείχνουν να διακατέχονται από ανησυχία, ανασφάλεια, μειονεξία και φόβο μήπως η Εκκλησία μας χαρακτηρισθεί εσωστρεφής και φονταμενταλιστική. ΓιΆ αυτό και προτίμησαν να γίνουν αρεστοί στον κόσμο? Όλα πιά τα θυσιάζουμε στον βωμό της εκκοσμικεύσεως; Χάσαμε, αλήθεια, την εν Κυρίω καύχησή μας για την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας; Ξεχάσαμε τον αποστολικό λόγο: «Ουκ οίδατε ότι η φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστιν; ος αν ούν βουληθή φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιακ. 4,4); Ξεχάσαμε και τα φοβερά λόγια του Κυρίου για εκείνους που σκανδαλίζουν τους ελαχίστους αδελφούς Του: «Ος αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τώ πελάγει της θαλάσσης» (Ματθ. 18,6);



Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,

Τό 1998, με άφατη ικανοποίηση και ειλικρινή χαρά ο Ορθόδοξος λαός μας άκουγε από το στόμα του Προκαθημένου της Εκκλησίας μας όσα περί Οικουμενισμού δήλωνε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του, λίγες μόνο ημέρες μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, μάλιστα, είναι η εξής αρχιεπισκοπική επισήμανση: «?Εμείς είμαστε μιά Εκκλησία, οι οποίοι έχουμε ποίμνιο. Και το ποίμνιο για μας αποτελεί έναν έλεγχο. Επομένως καθετί το οποίο λέμε και το οποίο αποφασίζεται πρέπει να αντέχει στην κριτική του λαού μας. Κι αν δεν αντέχει, δεν θα σταθεί. Και μαζί του δεν στεκόμαστε και εμείς»19. Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι σήμερα, με όσα γίνονται, ο κίνδυνος διασπάσεως της ενότητος ποιμένων και ποιμνίου, τον οποίο υπαινίσσεται ο Μακαριώτατος, είναι πλέον άμεσος.

Το ευσεβές λήμμα του λαού μας, το οποίο την περίοδο αυτή σηκώνει το βάρος και την θλίψη της εν εξελίξει εκκλησιαστικής κρίσεως και του οποίου η αγνή φωνή πολλές φορές περιφρονήθηκε ταπεινωτικά, θα δοκιμάσει, μέσα στην αναστάσιμη χαρά του Πεντηκοσταρίου, άλλο ένα ποτήριο πικρίας και απογοητεύσεως. Ώς πότε όμως θα ανέχεται; Η αντοχή και η οικονομία έχουν τα όριά τους. Η κανονική και αγιοπατερική παράδοσή μας αλλά και η εκκλησιαστική ιστορία μας υποδεικνύουν την σωτήρια και επιβεβλημένη στάση απέναντι στους επισκόπους εκείνους που αθεράπευτα παραμένουν συνυπεύθυνοι και συγκοινωνοί της αιρέσεως του Οικουμενισμού? Μπορεί η ενότητα της Εκκλησίας να είναι ό,τι πολυτιμότερο σήμερα για το Γένος μας, ωστόσο στο χώρο της Πίστεως δεν επιτρέπεται, και για την σπουδαιότερη σκοπιμότητα, ο παραμικρός συμβιβασμός.

Ελπίζουμε πως η πλειοψηφία της Σεπτής Ιεραρχίας, η οποία, όπως έχει αποδείξει, μένει προσηλωμένη στις ιερές μας Παραδόσεις, θα πάψει πλέον να παρακολουθεί σιωπηλά και παθητικά τις εκκλησιαστικές εξελίξεις, που συχνά δρομολογούνται από τους ολίγους, και, στηριζόμενη στην βοήθεια του Θεού, στην δύναμη της Αλήθειας και στην εμπιστοσύνη του ευσεβούς λαού, θα αναλάβει τις ευθύνες Της, έστω και στην ύστατη τούτη ώρα. Περιμένουμε κάποια αντίδραση, η οποία θα διασώσει την Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος από τον διασυρμό της στην επικείμενη φιέστα, που από το παναιρετικό συνονθύλευμα του Π.Σ.Ε. ονομάσθηκε «Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό». Περιμένουμε έστω και ένα παρήγορο λόγο Ορθόδοξης ομολογίας, ένα «όχι» στον πειρασμό της εκκοσμικεύσεως.

Με την ολόθερμη προσευχή και την εν Κυρίω ελπίδα ότι το Πανάγιο Πνεύμα θα λαλήσει τα δέοντα στις καρδιές όλων, ώστε να παραμείνει ανόθευτη η Ορθόδοξη Παράδοσή μας και να διατηρηθεί αρραγής η ενότητα της Εκκλησίας, διατελούμε

Μετά του προσήκοντος σεβασμού*
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Κοσμήτωρ Θεολ. Σχολής Πανεπ. Αθηνών
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής Θεολ. Σχολής Α.Π.Θ.
Αρχιμ. Σεβαστιανός Αμανατίδης, Καθηγ. Ι. Μ. Αγ. Παρασκευής, Ι. Μητρ. Καστορίας
Αρχιμ. Μάξιμος Καραβάς, Καθηγ. Ι. Μ. Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Κύριλλος Κεχαγιόγλου, Καθηγ. Ι. Μ. Παντοκράτορος, Ι. Μητρ. Λαγκαδά
Αρχιμ. Μάξιμος Κυρίτσης, Καθηγ. Ι. Μ. Οσίου Διονυσίου Ολύμπου, Ι. Μητρ. Κίτρους
Αρχιμ. Θεόκλητος Μπόλκας, Καθηγ. Ι. Μ. Οσίου Αρσενίου Καππαδόκου, Ι. Μητρ. Κασσανδρείας
Αρχιμ. Παΐσιος Παπαδόπουλος, Καθηγ. Ι. Μ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Χρυσόστομος Πήχος, Καθηγ. Ι. Μ. Λογγοβάρδας, Ι. Μητρ. Παροναξίας
Αρχιμ. Στέφανος Ρήνος, Καθηγ. Ι. Μ. Δρυοβούνου, Ι. Μητρ. Σιατίστης
Αρχιμ. Τιμόθεος Σακκάς, Καθηγ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ι. Μητρ. Αττικής
Αρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγ. Ι. Μ. Αγ. Τριάδος, Ι. Μητρ. Δημητριάδος
Αρχιμ. Μελέτιος Βαρδαχάνης, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Ευσέβιος Βίττης, Ι. Μητρ. Σιδηροκάστου
Αρχιμ. Φώτιος Γεωργίου, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Λαυρέντιος Γρατσίας, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Ιγνάτιος Καλαϊτζόπουλος, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Αυγουστίνος Κατσαμπίρης, Ι. Μητρ. Φθιώτιδος
Αρχιμ. Αυγουστίνος Κοκονός, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Ιερόθεος Κοκονός, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Πνευματικός Ι. Μ. Αγ. Γρηγορίου Παλαμά Κουφαλίων, Ι. Μητρ. Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας
Αρχιμ. Μάρκος Μανώλης, Ι. Μητρ. Αττικής
Αρχιμ. Παύλος Ντούρος, Ι. Μητρ. Κίτρους
Αρχιμ. Κοσμάς Παλαιογιάννης, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Αρχιμ. Γρηγόριος Παπασωτηρίου, Πνευματικός Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ι. Μητρ. Κασσανδρείας
Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Ι. Μητρ. Αττικής
Αρχιμ. Αθανάσιος Σιαμάκης, Ιεροκήρυξ Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Αρχιμ. Τιμόθεος Τζιαβάρας, Ι. Μητρ. Αργολίδος
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας, Ιεροκήρυξ Ι. Μητρ. Λαγκαδά
Αρχιμ. Θεόκλητος Τσίρκας, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Αρχιμ. Επιφάνιος Χατζηγιάγκου, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Ιερομ. Μόδεστος Διασάκης, Ι. Μητρ. Καστορίας
Ιερομ. Ηλίας Ζαχαράκης, Ι Μητρ. Καρπενησίου
Ιερομ. Αυγουστίνος Κουτσονικόλας, Πνευματικός Ι. Μ. Αγίων Πάντων (Αγίου Σάββα), Ι. Μητρ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας
Ιερομ. Ευσέβιος Μαμάκας, Ι. Μητρ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας
Ιερομ. Ιερόθεος Σκιαδάς, Ι. Μητρ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας
Ιερομ. Χρυσόστομος Σουφλής, Ι. Μητρ. Κορίνθου
Πρωτοπρ. Δημήτριος Βασιλειάδης, Ι. Μητρ. Κομοτηνής
Πρωτοπρ. Αθανάσιος Γεραμάνης, Ι. Μητρ. Θηβών και Λεβαδείας
Πρωτοπρ. Σπυρίδων Δούμας, Ι. Μητρ. Περιστερίου
Πρωτοπρ. Πέτρος Ζώης, Ι. Μητρ. Κίτρους
Πρωτοπρ. Χαράλαμπος Θεοδόσης, Ι. Μητρ. Αττικής
Πρωτοπρ. Γεώργιος Καράτζιος, Ι. Μητρ. Καστορίας
Πρωτοπρ. Δημήτριος Κλούτσος, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρωτοπρ. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου, Ι. Μητρ. Σιδηροκάστρου
Πρωτοπρ. Εμμανουήλ Μαθιουδάκης, Ι. Μητρ. Νέας Ιωνίας
Πρωτοπρ. Χρίστος Μήτσιος, Ι. Μητρ. Κασσανδρείας
Πρωτοπρ. Αντώνιος Μπουσδέκης, Ι. Μητρ. Νικαίας
Πρωτοπρ. Χαράλαμπος Ναλπαντίδης, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Πρωτοπρ. Απόστολος Νόβας, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Πρωτοπρ. Ελευθέριος Παλαμάς, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Πρωτοπρ. Γεώργιος Παπαδάκης, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρωτοπρ. Γεώργιος Τριαντάφυλλος, Ι. Μητρ. Παροναξίας
Πρωτοπρ. Παύλος Τριγωνίδης, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Πρωτοπρ. Ιωάννης Φωτόπουλος, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρωτοπρ. Λάμπρος Φωτόπουλος, Ι. Μητρ. Αττικής
Πρωτοπρ. Ιωάννης Χατζηθανάσης, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Οικονόμος Χρήστος Ιωαννίδης, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Οικονόμος Αλέξανδρος Κύρκου, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Οικονόμος Αναστάσιος Σεμερτζίδης, Ι. Μητρ. Καστορίας
Οικονόμος Δημήτριος Σιδηρόπουλος, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Οικονόμος Ελευθέριος Συτιλίδης, Ι. Μητρ. Καστορίας
Οικονόμος Στέφανος Τριανταφύλλου, Ι. Μητρ. Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
Οικονόμος Σταύρος Φραγκουλίδης, Ι. Μητρ. Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας
Πρεσβ. Παναγιώτης Αθανασιάς, Ι. Μητρ. Καρπενησίου
Πρεσβ. Ιγνάτιος Απορέλης, Ι. Μητρ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας
Πρεσβ. Γεώργιος Αυθίνος, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρεσβ. Ισίδωρος Γλυνάτσης, Ι. Μητρ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας
Πρεσβ. Χρήστος Κατσούλης, Ι. Μητρ. Αττικής
Πρεσβ. Ευστάθιος Κολλάς, Ι. Μητρ. Ηλείας, τ. Πρόεδρος Ι.Σ.Κ.Ε.
Πρεσβ. Βασίλειος Κοκολάκης, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρεσβ. Ιεζεκιήλ Κουλιανός, Ι. Μητρ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας
Πρεσβ. Σταύρος Λαζάρου, Ι. Μητρ. Καστορίας
Πρεσβ. Αντώνιος Μακρυλλός, Ι. Μητρ. Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας
Πρεσβ. Αθανάσιος Μηνάς, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρεσβ. Ευθύμιος Μουζακίτης, Ι. Μητρ. Αττικής
Πρεσβ. Δημήτριος Μπάτρης, Ι Μητρ. Μεσογαίας
Πρεσβ. Πέτρος Πανταζής, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρεσβ. Κωνσταντίνος Ποζέλλι, Ι. Μητρ. Κασσανδρείας
Πρεσβ. Χρήστος Ποστεκίδης, Ι. Μητρ. Καστορίας
Πρεσβ. Νικόλαος Πουρσανίδης, Ι. Μητρ. Αττικής
Πρεσβ. Λάζαρος Σίμος, Ι. Μητρ. Καστορίας
Πρεσβ. Βασίλειος Σπηλιόπουλος, Ι. Μητρ. Νέας Ιωνίας
Πρεσβ. Στέφανος Στεφόπουλος, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρεσβ. Συμεών Τελόπουλος, Ι. Μητρ. Παροναξίας
Πρεσβ. Σταύρος Τρικαλιώτης, Ι. Αρχιεπ. Αθηνών
Πρεσβ. Νικόλαος Τσιπλακάκης, Ι. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης
Πρεσβ. Παναγιώτης Τσιώλης, Ι. Μητρ. Καρπενησίου
Πρεσβ. Πέτρος Χίρς, Ι. Μητρ. Καστορίας
Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών
Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.



--------------------------------------------------------------



Παραπομπές:
1. Μητροπ. Δημητριάδος (τώρα αρχιεπ. Αθηνών) Χριστοδούλου, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη Θρησκευομένων Ανθρώπων;, περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, αριθμ. 4/ Μάρτιος 1991, σελ. 58-59.

2. Περιοδ. Εκκλησία, αριθμ. 14/1-10-1990, σελ. 511α.

3. «Ο Οικουμενισμός, πραγματικά έτσι όπως έχει επικρατήσει να σηματοδοτείται ο όρος αυτός, βεβαίως είναι αίρεση, γιατί σημαίνει απάρνηση βασικών γνωρισμάτων της Ορθοδόξου Πίστεως» (Αρχιεπ. Αθηνών Χριστοδούλου, Συνέντευξη στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, 24-5-1998).

4. Ανακοινωθέν «Διορθοδόξου Συναντήσεως Θεσσαλονίκης», 2-5-1998.

5. Μητροπ. Δημητριάδος (τώρα αρχιεπ. Αθηνών) Χριστοδούλου, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη Θρησκευομένων Ανθρώπων;, ό.π. σελ. 58β.

6. Χρήστου Γιανναρά, Αλήθεια και Ενότητα της Εκλησίας, Αθήνα 1997, σελ. 200.

7. Βλ. σχετική ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο: http://www.mission2005.org/ (7-3-2005).

8. Πορίσματα «Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου», Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2003.

9. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, Από το Βανκούβερ στην Καμπέρρα. Οι κυριώτεροι σταθμοί στή ζωή του Π.Σ.Ε. κατά την παρελθούσα επταετία, περιοδ. Ενημέρωσις, ΣΤ-1990/11-12, σελ. 4.

10. Μητροπ. Δημητριάδος (τώρα αρχιεπ. Αθηνών) Χριστοδούλου, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη Θρησκευομένων Ανθρώπων;, ό.π. σελ. 58β.

11. «Σκέψεις των Ορθοδόξων Συνέδρων». Δήλωση των Ορθοδόξων και μή Χαλκηδονίων Όρθοδόξων στην Ζ' Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ, στον Συλλογικό Τόμο, Η Ζ' Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών/Καμπέρρα, Φεβρουάριος 1991, εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1992, σελ. 79.

12. Περιοδ. Ecumenical Press Service, Νο 34/90.10.41: Multifaith Statement in Advance of WCC 7th Assembly.

13. Περιοδ. Εκκλησία, αριθμ. 13, σελ. 501α, Αθήναι 1994.

14. Περιοδ. Επίσκεψις, αριθμ. 523, σελ. 12, Γενεύη 1995.

15. Εφημ. Αθηνών Ορθόδοξος Τύπος, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1968.

16. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Δ 83.

17. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγ. Α', 2.

18. Δελτίο Τύπου Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 17-1-2005.

19. Αρχιεπ. Αθηνών Χριστοδούλου, Συνέντευξη στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, 24-5-1998.



--------------------------------------------------------------



* Το Υπόμνημα έχει ήδη υπογραφεί από μεγάλο αριθμό κληρικών. Όσοι εκ των κληρικών, μοναχών και λαϊκών συμφωνούν με το κείμενο, μπορούν να το δηλώσουν είτε γράφοντας στή διεύθυνση της Παρακαταθήκης, είτε αποστέλλοντας φάξ στον αριθμό 2310-462.562.


Σάββατο 30 Απριλίου 2005
Δικτυακός Τόπος : Ορθόδοξος Λόγος

http://www.orthodoxnet.gr/


 

 

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ