ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ
ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ


Του Αρχιμ. Μαξίμου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω



Ευχαριστώ θερμά τον Άγιο Λευκάδος και τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης, που με κάλεσαν να παρευρεθώ στο Μοναχικό τούτο Συνέδριο και να διαπραγματευθώ το σπουδαίο θέμα «Μοναχισμός και Θεία Ευχαριστία».


Παρακαλώ να μου συγχωρηθεί το τόλμημα να παρουσιαστώ μπροστά σ' αυτή την σπουδαία Μοναχική Σύναξη και να πω πράγματα, που είναι γνωστά σε όλους σας και εμπειρικά βιωμένα, έφ' όσον όλοι ανήκουμε στο κοινόν Σώμα της σωτηρίας μας, την Εκκλησία.


Ή Εκκλησία ως γνωστόν, είναι ό μόνος χώρος μέσα στον όποιο πραγματώνεται το Μυστήριο της λυτρώσεώς μας. Είναι το ζωντανό Σώμα του Χριστού, όπου γίνεται ή συνάντηση ημών των αμαρτωλών και αποστατών με τον Σωτήρα και λυτρωτή μας και ημείς οι Μοναχοί, ως μέλη αυτού του Σώματος, όλη την ζωή μας, ψυχή και σώματι, την ενσωματώσαμε ισόβια στον χώρο αυτό εργαζόμενοι την σωτηρία μας.


Ή ενσωμάτωση μας στην Εκκλησία διασφαλίζει όλα τα υπόλοιπα έργα μας. Ούτε ή άσκηση, Ούτε ή προσευχή, Ούτε ό πνευματικός μας αγώνας, Ούτε και αυτό το μαρτύριο, χωρίς την εκκλησιαστικοποίησή μας, δεν προσφέρουν σωτηρία.


Λέγοντας εκκλησιασακοποίηση, εννοώ την ενσωμάτωση στο Σώμα του Χριστού και την συνειδητοποίηση ότι ό καθένας μας είναι σε ζωντανή σύνδεση με τα άλλα μέλη, που απαρτίζουν το Σώμα του Χριστού, άρα και με την κεφαλή αυτού του Σώματος, τον Χριστό.


Ή βασική δύναμη που συνδέει τα μέλη με τον Χριστό και μεταξύ τους είναι ή κοινωνία της αγάπης. Ή αγάπη δεν είναι, σύμφωνα με το δωδέκατο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, μία απλή αρετή ή ένα απλό συναίσθημα, που προσπαθεί ό Απόστολος να ενσπείρει στους Κορινθίους, αλλά ή υψίστη διδασκαλία του περί κοινότητος και ενότητας της Εκκλησίας του Χριστού, που εν Αγίω Πνεύματι διοχετεύονται από την κεφαλή, τον Χριστό, στα μέλη, όλα τα χαρίσματα του Θεανθρώπου. Αυτό το Σώμα, δηλαδή ή Εκκλησία, που κάλλιστα μπορούμε να το ταυτίσουμε με την αγάπη, δηλαδή την αλληλοεκστατική διαπροσωπική κοινωνία του Χριστού προς τα μέλη και των μελών πρός τον Χριστό ,και μεταξύ τους, είναι το σημείο εκείνο που διασφαλίζει την ενότητα, χωρίς να αφήνει περιθώρια αυτονομήσεως των μελών ή υποτιμήσεως των χαρισμάτων. Δεν μπορεί κανένα από τα μέλη να πει «χρείαν σου ουκ έχω». Και τα πιο ταπεινά και ασήμαντα διακονήματα είναι χαρίσματα που οικοδομούν την Εκκλησία.


Ή ενότητα αυτή επιτυγχάνεται οντολογικά και οργανικά, όχι θεωρητικά και κατ' επίνοια, Ούτε με κάποιες νομικές ή κοινωνικές διαδικασίες, που δεν διασφαλίζουν την άλληλοπεριχώρηση των προσώπων, που απαρτίζουν το σώμα, επομένως άρρηκτα και ασύγχυτα αίωνίζοντας την αναστάσιμη και εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας.


Στη συνείδηση της αποστολικοπατερικής διδασκαλίας και εμπειρίας, Εκκλησία σημαίνει θεία Ευχαριστία. Ή Ευχαριστία είναι ή «ανακεφαλαίωση του όλου μυστηρίου του Χριστού». Δεν είναι ένα από τα επτά λεγόμενα Μυστήρια. Αυτό είναι αντίληψη, που προέρχεται από τον σχολαστικισμό της Δύσεως, ό όποιος αγνοούσε την παράδοση της Εκκλησίας. Με την αναλυτική μέθοδο, που επεχείρησε να εφαρμόσει στην θεολογία ό σχολαστικισμός, κατακερμάτισε το ενιαίο Μυστήριο της σωτηρίας σε επί μέρους αυτόνομες πτυχές, έτσι ώστε να μη έχει ή μία αναφορά στις άλλες. Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ, μέχρι την εποχή του σχολαστικισμού δεν έχουμε στην πατερική γραμματεία ορισμό της Εκκλησίας. Τούτο δε, σημαίνει ότι ή Εκκλησία ήταν μια φανερή καθημερινή Σύναξη των πιστών στην θεία Ευχαριστία και δεν χρειαζόταν μία θεωρητική περιγραφή.


Επί παραδείγματι, όταν γράφει ό Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους «συνερχομένων υμών εν εκκλησία...», εννοεί την Ευχαριστιακή Σύναξη. Ή αντίληψη αυτή είναι ή ρίζα άπ' οπου αντλούσαν αργότερα οι Πατέρες, για να αποδώσουν στον ορό «Σύναξις» την έννοια της Ευχαριστίας.


Επίσης ή χρήση από τον Απόστολο Παύλο, στην προς Ρωμαίους επιστολή του, του όρου «όλη ή εκκλησία», αποτελεί τον προάγγελο του όρου της «καθολικής Εκκλησίας», που τον συναντούμε για πρώτη φορά στον Άγιο Ιγνάτιο. Και εδώ υπονοείται ή συνάντηση επί το αυτό, δια την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, όλων των πιστών, ανεξάρτητα από τον χώρο και τον χρόνο που ετελείτο αυτή.


Για να συνδέσουμε στο σημείο αυτό την έννοια της «καθολικής Εκκλησίας» ως σύναξη των πιστών για την τέλεση της θ. Ευχαριστίας με τον Μοναχισμό, αναφέρουμε ότι ό κεντρικός ναός στις Ιερές Μονές μας, όπου συνάζονται οι Μοναχοί, για να τελέσουν την θεία Ευχαριστία, ονομάζεται «καθολικόν».

Σύναξη δηλαδή όλων των Μοναχών για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας.


Ακόμη και ό λαός μας έχει ταυτίσει τον χώρο όπου τελείται ή θεία Ευχαριστία όχι με την έννοια του ναού, αλλά με την έννοια Εκκλησία. Πηγαίνω στην Εκκλησία, λέγει. Έχουμε επομένως μια ταύτιση της Εκκλησίας με την Ευχαριστία.


Είπαμε παραπάνω ότι ή αγάπη του Θεού ταυτίζεται με την Εκκλησία και ή Εκκλησία ταυτίζεται με την θεία Ευχαριστία. Αρα ή Εκκλησία ως Ευχαριστία και ως τόπος όπου εκχέετε ή αγάπη του Θεού στον κόσμο, είναι ό μόνος χαρισματικός χώρος μέσα στον όποιο οϊ άνθρωποι βρίσκουν τον αληθινό τους προορισμό, την καταξίωση τους, την ελπίδα ότι ό άνθρωπος μπορεί να ζήση αιώνια. Επομένως ή Εκκλησία ως αγάπη και ευχαριστία επιβιώνει εσχατολογικά, και «ουδέποτε εκπίπτει».


Είναι χαρακτηριστικός ό λόγος του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα, σύμφωνα με τον όποιον «την εκκλησίαν του Χριστού ει τις ιδείν δυνηθεί)... ουδέν έτερον ή αυτό μόνον το κυριακόν οψεται σώμα». Έτσι, λέγει, «σημαίνεται» (δηλώνεται) ή Εκκλησία «εν τοις μυστηρίοις». Δεν εννοεί εδώ ό Καβάσιλας τα επτά Μυστήρια, άλλα την θεία Ευχαριστία., έτσι όπως ονομάζεται στην αρχαία λειτουργική γλώσσα: «τα φρικτά και ζωοποιό Μυστήρια». Δεν υπάρχει, αναφέρει, μεταξύ Ευχαριστίας και Εκκλησίας κάποια «αναλογία ομοιότητας», αλλά «πράγματος ταυτότης».


Ή Εκκλησία του Χριστού ως ευχαριστία, δηλαδή ως ή δωρεά της αγάπης του Χριστού, δεν είναι γέννημα του κόσμου τούτου, Ούτε στοχεύει να εγκαθιδρύσει την κατοικία της στον κόσμο τούτο. Γεννιέται από τα έσχατα και στοχεύει στα έσχατα. Παροικεί στον κόσμο, χωρίς να κατοικεί. Μεταλαμπαδεύει την θεϊκή της δύναμη στους ανθρώπους ελκύοντας αυτούς στην Βασιλεία του Θεού.


Ό Άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής, ερμηνεύοντας τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, αναφέρει ότι ή Εκκλησία ως ευχαριστία είναι ή εικόνα της Βασιλείας του Θεού είναι ό μελλοντικός σκοπός του κάθε όντος, για την οποία πλάστηκε όλος ό κόσμος. «Εικόνα κάλεσε», λέγει ό Αρεοπαγίτης, «των αληθών τα νυν τελούμενα εν τη συνάξει». Βλέπει «την των μελλόντων κατάστασιν ως την αλήθειαν», ή οποία εικονίζεται στην Καινή Διαθήκη και σκιαγραφείται στην Παλαιά Διαθήκη. Ή θ. Ευχαριστία, σχολιάζει ό Άγιος, είναι ή εικόνα της αλήθειας των μελλόντων. Εικόνα ζωντανή, που εμφανίζει την παρουσία της Βασιλείας του Θεού, μέσα στην όποια συμμετέχουμε άπαντες και αναγόμεθα εκστατικά στα μέλλοντα και ασάλευτα. Για αυτό ή παράδοση της Εκκλησίας μας, κυρίως των Μονών μας, θέλει τους Ναούς και τους λειτουργούς της, κατά την ώρα της τελέσεως της θείας Ευχαριστίας, ολόλαμπρους, μια εικόνα της θείας λαμπρότητας που εικονίζει «την των μελλόντων κατάστασιν». Επίσης, όλες οι υπόλοιπες λατρευτικές πράξεις, που επιτελούνται στην ορθόδοξη λατρευτική μας παράδοση, γίνονται πριν την τέλεση «των φρικτών και ζωοποιών Μυστηρίων», διότι ό στόχος όλων αυτών είναι να μετάσχουν και να καταπαύσουν στην υπερουράνια αυτή μυσταγωγία.


Αυτό εναργώς προσπαθεί να παρουσίαση ό Μοναχισμός στους πιστούς. Συνειδητοποιεί και αγκαλιάζει την πραγματικότητα αυτή, προσφέροντας όλο τον βίο του ως αρραβώνα σε τούτη την ζωή και ελπίζοντας να μετάσχει στους θείους γάμους στην μέλλουσα.


Ό Μοναχισμός, όπως και όλα τα άλλα χαρίσματα, είναι χάρισμα της Εκκλησίας. Δεν είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, Ούτε ένα κατόρθωμα ορισμένων ανθρώπων. Είναι ένα από τα υπέρτατα χαρίσματα, που χάρισε ό Θεός στον κόσμο• ισοστάσιο του μαρτυρίου. Είναι το μαρτύριο της συνειδήσεως, που κράζει συνεχώς εν τη καρδία «άββα ό πατήρ». Δεν μπορεί να γίνει αληθινός Μοναχός κάποιος, αν δεν κληθεί από τον Θεό και εάν δεν ζή εν Θεώ. Οι προτεστάντες το θεώρησαν «γέννημα Ιστορικής συγκυρίας». Αυτό είναι ανιστόρητη και άγευστη θείας ζωής αντίληψη. Ό Μοναχισμός είναι χάρισμα θεμελιωμένο επάνω στην υπόσταση της Εκκλησίας. Είναι Ισάξιο με τον σταυρό του Χριστού, που είναι ή μοναδική πύλη, για να είσέλθη κανείς στην σωτηριώδη βασιλεία του Θεού. Ό Μοναχισμός, με την άσκηση του, υπενθυμίζει στους ανθρώπους ότι ό άνθρωπος με τα πάθη του «δείτε (έχει ανάγκη) σταυρού και ταφής», ως μικρή συμβολή εκ μέρους του, αντάλλαγμα ευγνωμοσύνης στην μεγάλη δωρεά του Θεού, ή οποία δια της Ευχαριστίας χαρίζει στον άνθρωπο την αναστάσιμη θεία ζωή.


Θα μου επιτρέψουν οι αδελφοί συμμοναστές να αναφερθώ σε έναν κίνδυνο, που ελλοχεύει πολλές φορές σε πολλούς Μοναχούς. Κινδύνευσε ό Μοναχισμός στο παρελθόν, κινδυνεύει και τώρα.


Ή πειρασμική ενέργεια του διαβόλου ισόβιο μέλημα της έχει πώς να πειράζει τον Μοναχό με ποικίλους πειρασμούς, ώστε να καταργήσει την χαρισματική του ιδιότητα, που έχει λάβει από τον Θεό, βάσει της οποίας καθίσταται «φως τοις κοσμικοίς». Όταν δεν πετύχει να τον ρίξει με τους εξ αριστερών πειρασμούς, πολύ συχνά καταφέρνει να τον αποδυνάμωση με τους εκ δεξιών. Του εμπνέει να επαρθεί υπεράνω των ταπεινότερων χαρισμάτων. Του δημιουργεί αυτάρκεια και έτσι τον αποεκκλησιαστικοποιεί. Αυτό δεν είναι δύσκολο να το επιτύχει, αρκεί να του απολυτοποιήση το ασκητικό του έργο, είτε αυτό είναι ή νοερά προσευχή, είτε οι ασκήσεις του σώματος. Αυτό είχε πάθει ό Ευάγριος ό Ποντικός, ό οποίος επηρεασμένος από τον Ωριγένη, δίδασκε ως Μοναχικό Ιδεώδες την κάθαρση του νοός, χωρίς να ενδιαφέρεται για το κέντρο του ανθρώπου, την καρδιά. Δημιουργήθηκε μέσα του ένας άκρατος ορθολογισμός και απεδέχθη τις πλάνες του Ωριγένους. Ό Άγιος Μακάριος, όμως, ήταν εκείνος, που τοποθέτησε το κέντρο βάρους της ασκήσεως στον χώρο της καρδίας. Ομοίως, ό Άγιος Μάξιμος αργότερα, με τα κεφάλαια περί αγάπης, εντοπίζει το πρόβλημα του άνθρωπου, όπως και τον σκοπό της ασκήσεως του Μοναχού, στην απαλλαγή από την φιλαυτία, που είναι ή ρίζα όλων των παθών. με ανάλογες επισημάνσεις και πολλοί άλλοι μεγάλοι ασκητικοί Πατέρες, επόμενοι της αποστολικής παραδόσεως, κατέλειπαν στην Εκκλησία την αληθινή πείρα της εν Χριστώ ζωής. με τον τρόπο αυτό διέσωσαν οι Πατέρες τον Μοναχισμό από την αυτονομία της φιλαυτίας και τον «επανατροχιοδότησαν» στο πνεύμα του Αποστόλου Παύλου περί εκκλησιαστικών χαρισμάτων.


Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ό Μοναχός, έστω κι αν ασκείται αυστηρά και αν απαλλάσσεται με την άσκηση από τα επί μέρους πάθη, μπορεί να αποτελέσει ζωντανό μέλος της Εκκλησίας, εάν δεν απαλλαγεί από το φίλαυτο πνεύμα που τον χωρίζει και από την Μοναχική κοινότητα μέσα στην οποία ζει και κατά συνέπεια και από την κοινότητα της εκκλησίας, είναι ο αρχέγονος σατανικός πειρασμός να θέλει να γίνει Θεός «προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν», να θεωθεί με μόνο τον εαυτό του. Πρέπει να ξέρουμε επομένως και να αγωνιζόμαστε γι' αυτό, να αποκτήσουμε την αληθινή κοινωνία, την οποία επιτυγχάνει το πρόσωπο, που είναι απηλλαγμένος από την φιλαυτία και το οποίο δημιουργεί αληθινή φιλανθρωπία και αληθινή φιλοθεΐα. Ή αληθινή κοινωνία είναι κοινωνία προσώπων εν αγάπη, απ' όπου «εξελήλαται πασά πλάνη» και οι φυσικές και νοερές δυνάμεις ενεργούν όχι τραυματικά, αλλά θεραπευτικά, λουσμένες στο φως της θεοκοινωνίας.


Αυτή ή ενσωμάτωση, που προκύπτει από την σύνδεση Εκκλησίας και Ευχαριστίας, «διαφωτίζει και το νόημα που έχουν τα άλλα λειτουργήματα της Εκκλησίας». Διαφωτίζει και το έργο του Μοναχού.


Εν συντομία θα αναφέρω δύο περιπτώσεις, που σήμερα έχουν άλλη σημασία:


Αναφέρω το λεγόμενο «λαϊκό στοιχείο» της Εκκλησίας. Σήμερα θεωρείται ως λαϊκός κάθε ένας, που δεν έχει χειροτονία. Μόνο μέσα στην θεία Ευχαριστία μπορούμε να ορίσουμε την αληθινή έννοια του λαϊκού. Ό λαϊκός στην αρχαία Εκκλησία έχει την δική του «χειροτονία», δηλαδή το χρίσμα. Μετά το βάπτισμα, που γινόταν μέσα στην θεία Λειτουργία, εχρίετο και έπαιρνε την θέση του περιμένοντας να μετάσχει στην Ευχαριστία. Αυτό τον έκανε «λαϊκό».


Ό Επίσκοπος, που είναι «εις τύπον και τόπον» Χριστού, εικονίζει τον Χριστό στην θεία Ευχαριστία. Δεν αντλεί από κανένα άλλο δίκαιο την εξουσία του. 0ι πηγές μαρτυρούν ότι είναι ό προεστός της θείας Ευχαριστίας. Οι Επίσκοποι, που σήμερα στο πρώτιστο αυτό έργο τους δίνουν υποδεέστερη σημασία και το αξίωμα τους το αντιλαμβάνονται ως κοσμικά διοικητικό, εκκοσμικεύουν την Εκκλησία.


Εκείνο όμως που ενδιαφέρει στο θέμα μας είναι ή θέση του Μοναχού στην Ευχαριστία, δηλαδή στην Εκκλησία.


Ξεφυλλίζοντας τα ασκητικά βιβλία των Πατέρων, βρίσκει κανείς ποικιλία διδασκαλιών, στα όποια φαίνεται να ασχολούνται περισσότερο με την ασκητική της καθάρσεως από τα πάθη ή της εξασκήσεως της νοερός προσευχής. Αυτό εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί σύγχρονοι μελετητές να αποσυνδέουν τα ασκητικά κατορθώματα από την λαμπρότητα, που αγώνες, κυρίως την νοερά προσευχή, ως «προσδιορίσιμη μέθοδο αποκαταστάσεως του ανθρώπου στη φυσική του κατάσταση, που είναι η θέωση. Η απόκτηση λένε της νοεράς προσευχής και μόνον, καθιστά έγκυρα τα Μυστήρια».


Κατά την πατερική αντίληψη, έστω κι αν δεν υπάρχει συστηματική αναφορά στα Μυστήρια της Εκκλησίας, όπως είδαμε, τα προϋποθέτει. Τα Μυστήρια είναι ή αληθινή πηγή της χάριτος, που καθίστα και την νοερά προσευχή και τα ασκητικά κατορθώματα και όλα τα υπόλοιπα χαρίσματα έγκυρα. Όλα αυτά τα κατορθώματα μπορούν να βρεθούν και να κατορθωθούν και έξω από την Εκκλησία. Ή ορθόδοξη ασκητική, νοερά και σωματική, συντελεί στην ενεργοποίηση της χάριτος, σύροντας την αχλύν της φιλαυτίας του νοός και αποτινάσσοντας τις «τοξίνες» του σώματος. Ή χάρις των Μυστηρίων εγκρύπτεται σαν το ωάριο εκείνο, που ή χρυσαλλίδα εναποθέτει σε απόκρυφα μέρη της γης και περιμένει την επώαση την εποχή, που θα θερμάνει ό ήλιος, όπως λέει ένας πατήρ της Εκκλησίας. Έτσι και ό Μοναχός, που γνωρίζει ότι «ό Ιησούς Χριστός εν ημίν εστίν» , όπως λέει ό Απόστολος Παύλος και που μετέχει ενσυνείδητα στην θεία Ευχαριστία, οντάς φορτισμένος με την άγιαστική δύναμη των Μυστηρίων κατά την ώρα της ασκητικής του εργασίας, δίκην αναζωπυρωτικού άνέμου, την κρυμμένη σπίθα, που βρίσκεται εντός του αναζωπυρώνει και την διαδίδει σ' όλο του το είναι.


Ό Άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «την ενέργεια του Πνεύματος, την οποία λάβαμε μυστικά με τα Μυστήρια, την βρίσκομε με δύο τρόπους:


1) με την εργασία των εντολών, γενικά, με πολύ κόπο και χρόνο. Όσο εργαζόμαστε τις εντολές, τόσο φανερότερα ακτινοβολεί ή χάρις πάνω μας τις μαρμαρυγές της,
2) με την ζωή της υπακοής και την συνεχή επίκληση του Ιησού, δηλαδή με την μνήμη του Θεού. με τον πρώτο τρόπο βρίσκεται πιο αργά, με τον δεύτερο συντομότερα, αν βέβαια κανείς μάθει να σκάβει την γη με κόπο και καρτερία, ψάχνοντας για τον χρυσό».


Τελικός σκοπός της ζωής του Μοναχού είναι ή Ευχαριστία, ή εικών της Βασιλείας του Θεού. Δία της μετοχής σ' αυτήν επιτελείται ή κατατρόπωση των δαιμόνων, ή κατάργηση του κράτους της αμαρτίας και ή υπέρβαση του θανάτου. Ό Μοναχισμός με τις ασκήσεις του πρέπει να αποβλέπει στην θεία Ευχαριστία. Οι ασκήσεις δεν είναι αυτοσκοπός• είναι μέσα προς αυτό τον σκοπό. Ή ασκητική του Μοναχισμού φανερώνει την δωρεά του Θεού και στο μέτρο που κανείς προσφέρει τον εαυτό του καταυγάζετε μέσα του ή δωρεά. Δικό μας έργο, λέγει ό Άγιος Μακάριος, είναι να αντιπαλαίουμε στην πάλη με τον Σατανά' να αντιμαχόμαστε στις επιθέσεις του. «Το γαρ εκριζώσαι το κακόν του Θεού εστίν».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ό βίος της Όσιας Μαρίας της Αιγύπτιας. Όλη ή αγωνιστική της προσπάθεια απέβλεπε στο να κοινωνήσει στην θεία Ευχαριστία. Ό σκοπός της ήταν αυτός. Τον πέτυχε και εκοιμήθη εν Κυρίω.


Ό Μοναχισμός, με τον συγκεκριμένο τρόπο που ζή μέσα στην Ευχαριστία και την άσκηση, φανερώνει τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας στον κόσμο. Απομπλεκόμενος από τα εφήμερα και λειτουργώντας κάθε μέρα την θ. Λειτουργία, ελκύει τον κόσμο στην βίωση της βασιλείας του Θεού. Εκεί, μέσα σ` αυτόν τον χώρο, ό Μοναχός βρίσκει την δικαίωση του και με φανερά σημεία προσανατολίζει τους πάντες προς αυτόν, είτε εν λόγω, είτε εν σιωπή.
Το καθήκον μας επομένως είναι τεράστιο. Μέσα στον σύγχρονο συγκρητισμό των θρησκειών και την σύγχυση, που προσφέρουν αυτές δια των μέσων ενημερώσεως, πρέπει να σταθούμε στο ύψος αυτό, που ή παράδοση μας κληροδότησε.


Όλα όσα κάνουμε σαν άνθρωποι, αρετές, ασκήσεις κ.λπ., μπορούν να βρεθούν και έξω από την Εκκλησία σε ένα βαθμό. Το μόνο που δεν βρίσκεται εκτός της Εκκλησίας είναι ή θεία Ευχαριστία, ή οποία αγιάζει τον άνθρωπο, αίροντας τον πάνω από κάθε ανθρώπινη αξία και αποστολή. Τίποτε άλλο πιο σπουδαίο δεν έχει να προσφέρει ή Εκκλησία από την θεία Ευχαριστία. Εμείς, οι ορθόδοξοι Μοναχοί, σ' αυτό το σημείο ξεχωρίζουμε από τους μοναχούς άλλων ομολογιών και θρησκειών: από τους δυτικού που εκκοσμίκευσαν και κοινωνικοποίησαν τον μοναχισμό και απ τους ανατολικούς, που με τίς ασκήσεις τους προσπαθούν να καταργήσουν και να καταστρέψου' την οντολογική ύπαρξη του ανθρώπου, εντάσσοντας τον σε μια απρόσωπη και φανταστική κοινωνία, το «νιρβάνα».


Εμείς, κοινωνώντας με τον Χριστό στην θεία Ευχαριστία, απαλλασσόμαστε από τα δεινά του ανθρωπίνου δράματος. Μέσα στην ένωση μας με τίς άχτιστες ενέργειες του Κυριάκου Σώματος αντλούμε τα ιδιώματα της άκτίστου θείας ζωής, χωρίς να χάσουμε την προσωπική μας υπόσταση, ή οποία αφθαρτίζεται και αιωνίζεται στην ατέρμονη Βασιλεία του Θεού.
 

 


 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ