ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΒΑΛΕΣ ΚΙ ΑΥΤΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΣΟΥ;
Και δεν δίσταζαν να σκέφτονται «φωναχτά» για σένα. Δεν έκρυβαν τις προσδοκίες τους μέσα σε μιαν αιδήμονα αναμονή. Τις δημοσίευαν ακόμα και μπροστά σου. Και ήταν πολύ φυσικό για σένα να φουντώνουν ακόμα πιο πολύ τα όνειρα σου, ακόμα πιο έντονες να γίνονται οι προσδοκίες σου από τον ίδιο τον εαυτό σου.
Τα άριστά σου στο σκολειό φούσκωναν τα πανιά της λιλιπούτειας βαρκούλας σου στα ήσυχα νερά της λίμνης, όπου γλιστρούσε ως τώρα απαλά. Και προμηνούσαν πως το Ίδιο θα φούσκωναν και τού ιστιοφόρου σου τα κατάλευκα ιστία, οι ώριμες πια επιτυχίες σου στις θάλασσες και στους ωκεανούς του βίου.
Και είχε μορφή διαγ(κ)ωνισμού για να σε κάνουν, ως έλπιζες, επίσημα δεχτόν στους χώρους της πολλής σοφίας. Όχι πως χρειαζόταν για σένα ετούτη ή δοκιμασία, μα για να ιδούνε όλοι πια ποιος ήσουν και για τι ικανός! Και δεν θα αργούσε ο κόσμος όλος να μάθει πως θριαμβεύεις πάλι όχι ως παιδί πια, μα αντρίκια τώρα και στ' αλήθεια σε στίβους και παλαίστρες της ζωής. Τι θα έχει να γίνει τότε. Αλήθεια, τι θα έχει να γίνει!
Είναι Αλήθεια; Όχι! Σίγουρα έγινε λάθος. Πως είναι δυνατό να μη βρίσκεται στη λίστα των επιτυχόντων πρώτο στα πρώτα το δικό σου όνομα; Να το 'χουν παραλείψει άραγε; Μα είναι δυνατόν; Μήπως το ' γραψαν κατά λάθος δεύτερο; Ούτε κι εκεί το βλέπεις. Μήπως καν τρίτο; Ούτε και τρίτο! Σε ζώνουν μαύρα φίδια. Των αδυνάτων αδύνατο είναι, λες μέσα σου, να λείπει το όνομά μου. Μα κιόλας ή διαίσθηση, πιο γρήγορη από τη σκέψη κι από το βλέμμα σου, σε πληροφόρησε για ό,τι δε θα ήθελες και να το σκεφτείς. Δεν έχει ο κατάλογος το όνομά σου ως τώρα ούτε και στων ουραγών τη θέση καν! Το όνομά σου, που δε γνώρισε παρά μόνο την πρώτη θέση, τώρα ούτε και ως τελευταίο δεν μπόρεσε να βρει μια κάποια θέση. Μα ετούτο είναι τρομερό! Ετούτο εδώ είναι καταστροφή αφάνταστη! Καταστροφή αβάσταχτη!
Κλαις όμως κρυφά. Μην τύχει και ιδούν όλοι τον πόνο σου και γελάσουνε εις βάρος σου. Και τώρα πως θα ιδείς γονιούς, συγγενείς, φίλους, γνωστούς, τον κόσμο όλον; Η σκέψη σου σκοτείνιασε. Το μάτι σου θολό, δε βλέπει. Οι λογισμοί σου φίδια γίνονται κατάμαυρα και ζώνουνε θανατερά την ύπαρξή σου.
Αφού δεν μπήκες απ' την αψίδα του θριάμβου στη λεωφόρο της ζωής, κάποιο παραθύρι γυρεύεις σκοτεινό για να ριχτείς στα χάη, στα φριχτά ερέβη, στην παγερή αγκάλη του θανάτου...
Έφυγες αφήνοντας πίσω σου μια μάζα σάρκινη, νεανική, ζεστή με άφθονο άλικο πορφυρωμένη αίμα. Το μόνο θλιβερό κατάλοιπο από ελπίδες κάποτε κατάφορτο, ζωή, από ασπαίρουσες λαχτάρες γεμάτη και παλλόμενους καημούς κι ονείρατα. Νόμιζες πως ίσως έτσι θ' άφηνες δυνατή, όσο κι αν ήτανε βουβή, μία διαμαρτυρία για το μεγάλο δράμα σου. Αχ, γιατί το έκανες αυτό, παιδί μου αγαπημένο; Δεν σκέφτηκες πως μόνος σου δεν ήσουνα στη ζωή; Δε σκέφτηκες γονιούς, δικούς, φίλους, γνωστούς, όλους εμάς, που νιώθαμε ξεχωριστή αγάπη για το πρόσωπο σου;
Είν' ή ζωή μονάχα φως; δεν είναι και σκοτάδι; Ειν' ή ζωή μονάχα άνοιξη πασίχαρη; δεν είναι και χειμώνα παγωνιά; Δεν είναι μία όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία σύνθεση λευκού και μαύρου;
Μα δεν ευρέθη κανένας μεγαλύτερος, κανένας δεν ευρέθη, να σου τονίσει και να σου μολογήσει όλη την αλήθεια για τη ζωή; Να σου υπογραμμίσει δεν προσπάθησε κανένας πως η ζωή χαμόγελο δεν είναι μόνο, αλλά και δάκρυ ολόπικρο, δάκρυ του πόνου και της συμφοράς; Πως η ζωή χορός σε ροδοπέταλα δεν είναι; Γιατί ξεχάσανε να σου το πούνε; Γιατί, παιδί αγαπημένο μου, αφού το ξέρανε καλά εκείνοι, σου το χουνε αποκρύψει; Και όμως το ξέρανε και το ξέρουνε πως σαν ήλιου συχνά αναλαμπές μες από γκρίζων σύννεφων σχισμές κάποιοι θρίαμβοι ή κάποιες δακρύβρεχτες χαρές προβάλλουν; Και ήτανε ή αλήθεια αυτή τόσο απλή και τόσο αυτονόητη και θα έπρεπε ακόμα να σου φανερώσουν πως την άγκυρα της ελπίδας μας στον Ουρανό πρέπει να την ρίχνουμε, γιατί τότε αυτή ριζοβολάει στην ψυχή και ξεπερνάει ή καρδιά κάθε μπόρας και καταιγίδας φόβους ή και καταστροφές, άλλα και τις ίδιες τις καταστροφές και μπόρες. Όλα αυτά γιατί δε σου τα έχουν μεταδώσει όντας μεγάλες αλήθειες της ζωής;
|